Ηχογράφηση από τη Τζωρτζίνα Γεωργακοπούλου:
«Έγινε αυτή η ταινία και ύστερα από καιρό που δεν επιτρέπανε να παιχτεί την επιτρέψανε πετσοκομμένη… Ούτε ο στόχος μου είχε καλυφθεί και οικονομικά είχα…» Αυτή είναι η φράση που χρησιμοποίησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης μιλώντας στον δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο για την μόλις δεύτερη ταινία που σκηνοθέτησε, την Συνοικία Tο Όνειρο. Την ταινία που ο δημιουργός της «απαρνήθηκε» καθώς η τελική λογοκριμένη μορφή της απείχε κατά πολύ από το προσωπικό του έργο. Παρά το γεγονός πως η αρχική ταινία δεν έφτασε ποτέ στις αίθουσες, η μάχη της με την λογοκρισία, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και η αλήθεια που τόλμησε να πει συνέβαλαν στην δημιουργία ενός πραγματικού μύθου.
Η έκφραση του ελληνικού νεορεαλισμού
Ένας πρώην κατάδικος και νυν μικροαπατεώνας, ένας άνδρας που προσπαθεί να συντηρήσει παιδιά και γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, μία νεαρή κοπέλα που συναναστρέφεται πλούσιους με την ελπίδα να ξεφύγει από την πραγματικότητα της, ένας άνδρας που προσπαθεί να ικανοποιήσει την εγκυμονούσα σύζυγο του που το μόνο που ζητά είναι να δει λίγο φως. Κοινό στοιχείο όλων; Η φτώχεια. Η φτώχεια που τους σπρώχνει σε ενέργειες κατακριτέες. Η φτώχεια από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν. Αυτή η φτώχεια είναι που ενώνει όλους τους κατοίκους της μικρής συνοικίας τους.
Η εξαθλίωση μίας ολόκληρης κοινότητας απεικονίζεται από τον φακό του Αλέκου Αλεξανδράκη χωρίς καμία ωραιοποίηση. Σε μία περίοδο που η Ελλάδα επιδιώκει να προβάλει μια ευημερέστατη εικόνα, η Συνοικία το Όνειρο θέτει στο κέντρο της αφήγησής της κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα. Η σύγκρουση ανάμεσα στην αλήθεια της ιστορίας και στην εικόνα που η κυβέρνηση προβάλει, τα εξωτερικά γυρίσματα, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί και η μεταφορά των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και της καθημερινότητας τους σε πρώτο πλάνο καθιστά αδύνατο τον παραλληλισμό της ταινίας με εκείνες του Ντε Σίκα ή του Ροσελίνι. Όπως όμως έχει δηλώσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης η μεγαλύτερη του επιρροή δεν ήταν τα κλασσικά νεορεαλιστικά αριστουργήματα του ’40 αλλά το μεταγενέστερο I Soliti Ignoti του Μάριο Μονιτσέλι.
Η συνοικία του Ασύρματου
Όπως κάθε νεορεαλιστική ταινία, η Συνοικία το Όνειρο δεν θα μπορούσε να είναι μια ταινία δωματίου. Δεν θα μπορούσε να γυριστεί σε στούντιο. Ποιο στούντιο θα ανταποκρινόταν στην αθλιότητα της ζωής στις παραγγουπόλεις; Η ζωή δε περιορίζεται σε τέσσερις τοίχους. Η ζωή είναι έξω. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, να αποδοθεί πιστά η πραγματική ζωή των εξαθλιωμένων στρωμάτων θα ήταν να βρεθεί μια αληθινή παραγκούπολη.
Όσο δύσκολο κι αν ήταν η Συνοικία το Όνειρο βρέθηκε και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν ο Ασύρματος, γνωστός και ως Ατταλιώτικα. Επρόκειτο για έναν συνοικισμό που χτίστηκε από μικρασιάτες πρόσφυγες, κυρίως από την Αττάλεια, ενώ βρισκόταν κοντά στην σχολή ασυρμάτου του Ναυτικού. Πίσω από τον λόφο του Φιλοπάππου στα Πετράλωνα οι δημιουργοί της ταινίας συνάντησαν αυτό που είχε χαρακτηριστεί το 1930 από τον Διονύσιο Δεβάρη ως «η γραφικοτέρα αθλιότης».
Ο Ασύρματος δεν λειτούργησε ως σκηνικό της ταινίας. Δεν ήταν τα κτίρια αυτά που ήρθαν σε πρώτο πλάνο αλλά οι άνθρωποι και οι ζωές τους. Δεκάδες κάτοικοι της περιοχής συμμετείχαν ως κομπάρσοι και άνοιξαν τα σπίτια τους για τις ανάγκες τον γυρισμάτων. Οι χιλιομπαλωμένες τους ποδιές, τα αυτοσχέδια στρώματα, οι τρύπιες στέγες δεν ήταν παρά κομμάτια της ζωής τους που άφησαν τον φακό να απεικονίσει. Κομμάτια της ζωής σε μίας συνοικία που με τα κοψίματα η λογοκρισία προσπάθησε α κρύψει πως βρισκόταν στην Αθήνα.
Το πολιτιστικό έγκλημα της λογοκρισίας
Όταν η ταινία κυκλοφόρησε το 1961, βασικό σημείο της κυβερνητικής πολιτικής αποτελούσε η ανόρθωση της εικόνας της Ελλάδας και η προσέλκυση των τουριστών. Το σπάσιμο πιάτων είχε ήδη γίνει το βασικό εξαγόμενο πολιτιστικό προϊόν της χώρας που ήθελε να θυμίζει επίγειο παράδεισο. Μια ταινία με θέμα την φτώχεια λοιπόν, ήταν κάθε άλλο παρά σύμφωνη με τις επιδιώξεις της πολιτικής ηγεσίας. Πόσο μάλλον από την στιγμή που βασικοί της συντελεστές ήταν οι, ήδη στιγματισμένοι από την λογοκρισία, Μάνος Κατράκης και Μίκης Θεοδωράκης.
Δεν ήταν ένα μόνο μέρος της ταινίας που λογοκρίθηκε αλλά ολόκληρα κομμάτια της ιστορίας. Ο τρελός της γειτονιάς αφαιρέθηκε γιατί «οι τρελοί στην Ελλάδα είναι στα άσυλα, δεν είναι στους δρόμους». Οι πραγματικές συνθήκες ζωής στις παραγκουπόλεις δεν προβλήθηκαν ποτέ ενώ ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να κρατήσει τα αρνητικά. Αντιθέτως, έλαβε πρόσκληση για να δει τα φιλμ να καίγονται. Έλαβε πρόσκληση για να δει το έργο του να καταστρέφεται.
Ένας ύμνος στην φτωχολογιά
Μετά από πολλές λογοκριτικές παρεμβάσεις και την διακοπή της πρώτης της προβολής από αστυνομικούς η ταινία κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1961 με επέμβαση του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η προβολή της δεν επετράπη ποτέ στα περιφερειακά σινεμά της χώρας ενώ στην πρωτεύουσα η παρουσία της αστυνομίας περιόρισε τα εισιτήρια στο ελάχιστο. Επρόκειτο για μια εισπρακτική αποτυχία που το κοινό κατάφερε να γνωρίσει μόνο μεταγενέστερα με την προβολή της στην τηλεόραση.
Κι όμως, η ταινία που ταυτίστηκε με την οικονομική καταστροφή των παραγωγών της αποτέλεσε έναν πραγματικό ύμνο στην φτωχολογιά. Η Συνοικία το Όνειρο έχτισε γύρω της έναν αληθινό μύθο που πάντοτε θα πλαισιώνεται από τις μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη και από την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδά Βρέχει στην Φτωχογειτονιά.
Παρόμοια άρθρα:
- Ο Πράσινος Ιππότης: Ένα μυστικιστικό και πολύχρωμο παραμύθι αυτογνωσίας
- Ed Wood: Ο «χειρότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών» και η ταινία του 1994
- No Time to Die: Ένας γλυκόπικρος αποχαιρετισμός
Ακολουθήστε μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.