Την Ολίβια Κόλμαν χαρακτηρίζει μια αξιοσημείωτη ομορφιά. Όχι αυτή η βιομηχανοποιημένη, η λίγο ψεύτικη. Η άλλη, που σε χτυπάει από τα μάτια κατ’ ευθείαν στην καρδιά και σε κάνει, κάθε φορά που βλέπεις την Ολίβια, να θες να την αγκαλιάσεις. Τα καστανά κοντά μαλλιά, τα μεγάλα μάτια, το πλατύ χαμόγελο, η βρετανική σαγηνευτική προφορά και κυρίως οι πρώτες ρυτίδες που τόσο στολίζουν το πρόσωπό της. Δεν είναι μπάρμπι, αλλά είναι μια κούκλα. Σύμπτωση, αν αναλογιστεί κανείς ότι μια κούκλα εκκινεί την πλοκή της νέας ταινίας στην οποία πρωταγωνιστεί. Ο λόγος, λοιπόν, για τη Χαμένη Κόρη, με σκηνοθέτρια- στο ντεμπούτο της- τη Μάγκι Τζίλενχαλ.
Πάμε Χαβάη;
Η Λήδα (Ολίβια Κόλμαν) επαγγέλεται τη διανοούμενη, την ακαδημαϊκό με αντικείμενο τη συγκριτική φιλολογία. Ταξιδεύει για καλοκαίρι στις Σπέτσες, όπου φιλοδοξεί να περάσει ήσυχες διακοπές, με μέτρο, μελέτη και περισυλλογή. Ωστόσο, εμπόδιο στα σχέδιά της στέκεται μια οικογένεια Ελληνο- Αμερικάνων, οι οποίοι κάνουν κατάληψη στην απόμερη παραλία της, διαταράσσοντας με τη βαβούρα τους τα- λίγο ευαίσθητα- μαγνητικά της κύματα.
Μεταξύ άλλων, την ενοχλητική οικογένεια απαρτίζουν η μαμά Νίνα (Ντακότα Τζόνσον), ο μάγκας, κακοποιητικός, βγαλμένος από τραπ κομμάτι, μπαμπάς (Όλιβερ Τζάκσον Κοχέν) και το κοριτσάκι τους. Η εν λόγω δύσμοιρη κόρη κάποια στιγμή το σκάει, χάνεται στα δάση και στις παραλίες του νησιού, αλλά η Λήδα την εντοπίζει και την παραδίδει στους δικούς της. Εντελώς νομότυπα. Με μια, όμως, μικρή δόση παρανομίας. Η Λήδα, φωτισμένη με το αγγελικό πρόσωπο της Ολίβια Κόλμαν, κλέβει δαιμόνια από το κορίτσι ό,τι πολυτιμότερο έχει. Την κούκλα του.
Τότε ξεκινάει ένα ατέλειωτο κυνηγητό. Από τη μια, η τρελή- τρελή ελληνοαμερικανική οικογένεια ψάχνει την κούκλα, γιατί χωρίς αυτή η κόρη δεν λέει να ηρεμήσει. Φυσικά, η Λήδα δεν θα την παραδώσει εύκολα, μα θα την φυλάξει, σαν καλά κρυμμένο μυστικό. Από την άλλη, το κυνήγι απέναντί της δεν εξαντλείται στην παράδοση της κούκλας. Μέσω αυτής, η Ολίβια θα θυμηθεί τα νιάτα της, τη δική της παιδική κούκλα, που οι κόρες της με περισσή αναλγησία κατέστρεψαν. Εν τέλει θα αναμετρηθεί με τις ερινύες της. Πόσο καλή μαμά υπήρξε, τελικά, εκείνη;

Θωμά, είσαι σπίτι;
Έτσι, μεταφερόμαστε στο νεανικό σπίτι της Λήδα, γνωρίζουμε τον μετέφηβο εαυτό της (που ενσαρκώνει η αξιολάτρευτη Τζέσι Μπάκλεϊ), τον σύντροφο και τις δύο κόρες της. Η Λήδα προσπαθεί να διαδραματίζει τον ρόλο μιας «καλής μαμάς», μερικές φορές τα καταφέρνει, αλλά συνήθως τα κάνει μαντάρα. Χάνει την ψυχραιμία της, φωνάζει, βαράει πόρτες. Θυμώνει όταν οι νηπιακής ηλικίας κόρες της δεν συμπεριφέρονται πάντα σύμφωνα με τους κανόνες των μεγάλων.
Σημείο καμπής για την εξέλιξή της αποτελεί η συνάντηση με ένα περαστικό ζευγάρι, που ο σύζυγός της αυθόρμητα καλεί σπίτι τους. Τότε, η Λήδα ακούει την ιστορία δύο ανθρώπων που «κλέφτηκαν» αφήνοντας πίσω τους αδέλφια, αλήτες, πουλιά και κυρίως παιδιά. Μια ιστορία που σε πολλούς ακούγεται απόκοσμη, μακρινή, ίσως και αποκρουστική, εκείνη μάλλον την γοητεύει.
Η Λήδα, λίγο καιρό μετά, θα αντιγράψει το παράδειγμα του τυχαίου ζεύγους με τον τρόπο της. Σε ένα συνέδριο ακαδημαϊκών, θα γνωρίσει έναν μεγάλο έρωτα. Με αυτόν θα μείνει για καιρό, θα αφήσει τις κόρες της στα χέρια του συντρόφου της και θα αντισταθεί στα παρακάλια του τελευταίου να συμμετέχει στην φροντίδα τους. Θα πάρει την απόφαση να μη φροντίσει κανέναν άλλον παρά μόνο τον εαυτό της.
Στις αποκλειστικά τηλεφωνικές επικοινωνίες της με τις κόρες, η Λήδα δηλώνει ανερυθρίαστα ότι πλήττει. Και τι πειράζει. Αφού κι αυτές πλήττουν.

Με τον Ενρίκε Ιγκλέσιας να χορέψω Lambada
Σίγουρα από τη λεγόμενη «γυναικεία ψυχολογία» δεν σκαμπάζω πολλά, ενώ στις συζητήσεις για τη χειραφέτηση των γυναικών μπορώ πιο πολύ να συμμετέχω ως ακροατής παρά ως εισηγητής. Δεν ξέρω δε και πώς θα αντιμετωπιζόταν η ταινία από μια «γυναικεία ματιά» και αν υπάρχει στο τέλος τέλος μια ενιαία τέτοια.
Πάντως, κατά τη θέασή της, η Χαμένη Κόρη έχει κάτι το απελευθερωτικό. Για όσους βέβαια δεν σκανδαλίζονται από το ανήκουστο στις παραδοσιακές κοινωνίες, μια γυναίκα «να παρατάει τα παιδιά της». Η ταινία φωνάζει στο γεμάτο συντηρητικό κερί αυτί σου: οι μητέρες είναι άνθρωποι. Δεν τους χαρίζεται κάποιο μεταφυσικό προνόμιο σύνδεσης με το παιδί τους μετά τον τοκετό.
Επομένως, ως άνθρωποι, μπορούν να είναι και καλές και κακές. Μπορούν σε κάποιο βαθμό να φροντίζουν το παιδί τους σωστά και σε κάποιο βαθμό όχι. Μπορούν να το αγαπούν, μπορούν να μην το αγαπούν καθόλου και μπορούν να το αγαπούν λίγο ή περισσότερο. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους γονείς. Προς απογοήτευση κάποιων ανεξήγητων κοινωνικών αντιλήψεων, δεν αγαπούν όλοι οι γονείς τα παιδιά τους. Απλά επιφορτίζονται με τη σχετική υποχρέωση, χωρίς να σημαίνει ότι την τηρούν. Τη διαφορά ίσως καταλάβαμε ως κοινωνία μέσα από τη συζήτηση που έγινε πρόσφατα με τη υπόθεση «Πισπιρίγκου», ανεξάρτητα φυσικά από την τροπή που θα πάρει η σχετική δίκη.
Μπορεί μια γυναίκα με την ομορφιά της Ολίβια Κόλμαν ή της Τζέσι Μπάκλεϊ να αφήσει πίσω τα παιδιά της στο κυνήγι ενός μεγάλου έρωτα. Μετά μπορεί να γυρίσει σ’ αυτά, αλλά και να μην επιστρέψει ποτέ. Μπορεί να μην τα περνάει καν χάλια. Να αισθάνεται κι όλας υπέροχα- amazing που ενοχικά αναφωνεί κι η Ολίβια στην ταινία.

Give me a break
Αν πρέπει, λοιπόν, οπωσδήποτε να κρίνουμε την Λήδα στη Χαμένη Κόρη, ίσως δεν χρειάζεται βιαστικά να τη χαρακτηρίσουμε ως «καλή» ή «κακή». Σε αντίθεση ενδεχομένως με τα παιδιά της, που έχουν κάθε δικαίωμα να την καταριούνται άπαξ και ενηλικιωθούν, εμείς μπορούμε να την περιβάλλουμε με μεγαλύτερη κατανόηση.
Η Λήδα απλώς έκανε παιδιά και μετά μετάνιωσε. Σε όλους συμβαίνει να κάνουν μια επιλογή και να το μετανιώνουν, άλλωστε. Ε, στη Λήδα συνέβη στη χειρότερη δυνατή περίσταση. Πολλοί θα την κατηγορούσαν επειδή εγκατέλειψε τα παιδιά της η «άκαρδη μάνα». Χειρότερο, όμως, αν έμενε. Αν έμενε, ενώ έβλεπε πως δεν μπορεί να σταθεί στις κόρες της, καταντώντας καμιά φορά και κακοποιητική. Χρειάστηκε ένα διάλειμμα, έφυγε και επέστρεψε. Απλά το ζήτησε με την κομψή βρετανική προφορά της Ολίβια Κόλμαν κι όχι με το βαρύ αμερικανικό Give me a break της Πρωτοψάλτη από το Πάμε Χαβάη, που διαπνέει το σύνολο τούτου εδώ του άρθρου.
Πιθανό το διάλειμμα αυτό να βοήθησε τη Λήδα να εκπληρώνει με περισσότερη στοργή τον ρόλο της ως γονιού. Αν ναι, καλώς έπραξε. Αδιαμφισβήτητα δεν είναι ο τέλειος γονιός. Αλλά τέλειος γονιός δεν υπάρχει και, αν υπάρχει, δεν πολυ- θέλω να τον γνωρίσω.
Παρόμοια άρθρα:
- Πες μου τι μουσική ακούς, να σου πω πώς αγαπάς
- Η συνταρακτική άφιξη της 4ης σεζόν του Stranger Things
- Η Λένα Διβάνη, η Διδώ Σωτηρίου και η Νάντια
Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση