Τους Still Corners τους γνώριζα. Επάνω στην εφηβεία μας έβγαλαν το «Strange Pleasures» και το The Trip ήταν αναπόσπαστο κομμάτι από τις λίστες μου, όπως αντίστοιχα κομμάτια από Beach House και Beach Fossils. Οι περισσότερες μουσικές επιλογές μου βέβαια, ευθύνονταν στην αυτόματη αναπαραγωγή που συνήθιζα να χρησιμοποιώ και ακόμα (ναι) διατηρώ. Κάπως έτσι γνώρισα τον τελευταίο δίσκο των Still Corners –ακούγοντας τη μία λίστα μετά την άλλη.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ή ακόμη καλύτερα σε έναν «μετα-αποκαλυπτικό κόσμο», όπως συνηθίζει να λέει η φίλη Χ., εκείνη και εγώ δεν θα βρίσκαμε καταφύγιο σε πολιτισμικά προϊόντα και υποκατάστατα της Άγριας Δύσης. Θα ήμασταν οι καουμπόισσες που μελαγχολούν του Ρόμπινς, θα ξεκινούσαμε το ταξίδι μας και θα πατούσαμε το play στο 43λεπτο «The Last Exit».
Σε μια εποχή που τα λεγόμενα aesthetics έχουν κατακλύσει τα πάντα, οι Still Corners έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση ανάμεσα στις μουσικές των roadtrips και τα dreamy aesthetics. Η Tessa Murray γνώρισε τυχαία άλλωστε, τον Greg Hughes σε έναν σταθμό τραίνου στο Λονδίνο κι αυτό είναι μια κάποια σημαντική αρχή, αν σκεφτεί κανείς την ταξιδιάρικη αύρα που αποπνέουν οι προηγούμενοι δίσκοι τους. Για την πέμπτη κυκλοφορία τους, η Murray είχε δηλώσει πως η δουλειά έγινε στην έρημο Μοχάβι, στην Καλιφόρνια, όπου ταξίδευαν, φωτογράφιζαν και έγραφαν. Έτσι, ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2021, καθώς ψάχναμε κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα ηλιοβασίλεμα στον ορίζοντα για να πιαστούμε.
Τα 11 κομμάτια που απαρτίζουν το δίσκο είναι πανέμορφα, άλλα ξεχωρίζουν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μερικά διατηρούν την κλασική και dreamy pop ατμόσφαιρα του μουσικού πρότζεκτ, ενώ άλλα φαίνεται να είναι πιο πειραματικά. Κιθάρα, ντραμς και synth βρίσκονται παντού και τα φωνητικά της Tessa Murray κρατούν ακόμη μια απόσταση. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς εύκολα να πείσεις κάποιον να βάλει το άλμπουμ στο αυτοκίνητο, όσο κι αν έχεις φανταστεί εσύ το ιδανικό καλοκαιρινό roadtrip. Η φωνή της είναι τόσο μελωδική, που τη λέει κανείς και μονότονη.
Ποιο είναι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου; Τρία ξεχωρίζουν στις ακροάσεις: Static, The Last Exit και White Sands. Εάν ρωτάς εμένα, θα πω αυτό με τις ανεξήγητα χαμηλές ακροάσεις στο Spotify, αυτό που με έβγαλε από τη λούπα και με έκανε να αναρωτηθώ τι είναι αυτό που ακούω, Bad Town.
Και είναι ξεκάθαρα το αγαπημένο μου γιατί έχει αυτό το πειραματικό στοιχείο που θεωρώ ότι απουσιάζει από τα υπόλοιπα. Είναι το κομμάτι που κάνει τον δίσκο αυτό που είναι, ιδανικό για ταξίδι στον ανοιχτό δρόμο. Όλα τα υπόλοιπα πραγματεύονται το πως «δεν έχεις πού να πας», ρομαντικοποιώντας την κατάσταση του να είναι κανείς χαμένος και έτοιμος να τα παίξει όλα ή τίποτα. Το Mystery Road ή το A Kiss Before Dying ανήκουν στην κατηγορία αυτή και ενώ συμφωνώ πως είναι ενίοτε ρομαντική μια τέτοια κατάσταση και γεμάτη νοσταλγία, το Bad Town φέρνει αυτό που είχα την ανάγκη να ακούσω, φέρνει το πρόβλημα.
«Να σηκωθείς και να φύγεις από το Belfast», λέει σε ένα άρθρο ένας άλλος φίλος. Αυτό θα πω και εγώ, μα η Murray θα τραγουδήσει:
You never leave, that’s the thing that nobody knows
In a bad town the only ones left are the ghosts
Βγαλμένο από Western ταινία της δεκαετίας του ’60, είναι σκληρό γιατί έρχεται να σου θυμίσει για άλλη μια φορά αυτή την πόλη. Μια πόλη που έχει ο καθένας μας κατά νου, όταν ακούει για αυτή. Άλλοτε είναι μια γενικότερη κατάσταση και άλλοτε μια ολοζώντανη πόλη που σε κατατρώει, όσο βρίσκεσαι σε μια μόνιμη κατάσταση αναζήτησης καταφύγιου. Κι αυτή συνεχίζει να τρέφεται, γιατί υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού σου, γιατί «η μνήμη είναι πλημμύρα» (Ocean Vuong, On Earth We’re Briefly Gorgeous).
Σε τελική ανάλυση, οι Still Corners δεν έβγαλαν τον δίσκο της χρονιάς. Έβγαλαν έναν δίσκο που είχαμε ανάγκη για να πάρουμε κουράγιο να διανύσουμε, νοητές ή μη, αποστάσεις. Είτε αφήσαμε πίσω την κακιά πόλη, είτε προσπαθούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτή. Εξάλλου, κάνοντας έναν απολογισμό, μια καλή ανάμνηση είναι πάντα εκεί. Για αυτό και εγώ κρατώ τα εφηβικά ταξίδια που ξεκίνησα να κάνω με τους Still Corners, με το «The Last Exit» να μου θυμίζει τις οικογενειακές Κυριακάτικες προβολές του The Good, The Bad and The Ugly.
Για ένα πιο κινηματογραφικό κλείσιμο, όπως αξίζει στους δύο καλλιτέχνες, επιλέγω το Till We Meet Again, μόνο ως ιντερλούδιο όμως, μέχρι να πάρουμε την τελευταία έξοδο.
Παρόμοια άρθρα:
- F♯A♯∞, η μετα-αποκαλυπτική Άγρια Δύση των Godspeed You! Black Emperor
- Paris, Texas και τα Χρονικά των Μοτέλ
- Red Dead Redemption 2: αναζητώντας νόημα σε ένα παρακμάζον Αμερικανικό μέτωπο
- Chemtrails Over The Country Club: επιστροφή σε έναν χαμένο χρόνο
Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση