Exclusive Content:

Belfast: Δεν θέλω να φύγεις

Στο Belfast του Κένεθ Μπράνα γνωρίζουμε τον μικρό Buddy που πρέπει να φύγει από το Belfast. Αλλά δεν θέλει. Αλλά πρέπει.

Ηχογράφηση από την Ακριβή Ανδρινοπούλου:

Δεν θέλω να φύγεις. Αλλά αν θέλεις, φύγε. Αλλά δεν θέλω να φύγεις. Οι στίχοι αυτοί από τις Σκιαδαρέσες σχεδόν αρκούν για να συνοψίσουν την υπόθεση της νέας ταινίας του Κένεθ Μπράνα. Το Belfast κυκλοφόρησε στην Ελλάδα στα τέλη Ιανουαρίου και ήδη συζητείται έντονα. Στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, του μικρού Buddy, αντικρύζουμε ακριβώς αυτό το συναίσθημα. Το να μη θέλεις να φύγεις, αλλά παράλληλα να πρέπει να φύγεις. Από τις ρίζες σου, τον τόπο δηλαδή στον οποίο μεγάλωσες, το Belfast σου.

Ανάμεσα στις φλόγες του Belfast

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Buddy (Jude Hill) γεννιέται και πηγαίνει σχολείο στο Belfast της Βόρειας Ιρλανδίας. Ζει με τη μαμά του (Caitríona Balfe) και τον μεγαλύτερο αδελφό του, ενώ ο πατέρας του (Jamie Dornan) δουλεύει στην Αγγλία και τους επισκέπτεται παρά βδομάδα. Παραδίπλα βρίσκονται ο θυμόσοφος παππούς (Ciarán Hinds) και η σοφή γιαγιά του (Judi Dench), οι οποίοι φαίνεται πως πέρασαν στο Belfast όλη τους τη ζωή. Φυσικά, στον τόπο του ο Buddy έχει τους φίλους του, με τους οποίους παίζει μπάλα και ψευτο-πόλεμο, καθώς και τον πρώτο του έρωτα.

Ως εδώ όλα καλά. Μέχρι που μια μέρα ο Buddy, ενώ ζούσε την παιδική ζωή του στο Belfast, ήλθε σε επαφή με τη βία των μεγάλων. «Παγωμένος» βλέπει μια ομάδα φανατικών καθολικών να επιτίθεται στα σπίτια των προτεσταντών γειτόνων του. Τα επεισόδια αυτά, τα οποία έμελλε να μείνουν στην ιστορία ως «οι ταραχές» (Troubles), έφεραν στη ζωή του Buddy τα πάνω κάτω. Εκείνος δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το να είναι κανείς καθολικός είναι κακό. Για τους καθολικούς τα πράγματα είναι πιο απλά, εξομολογούνται κι οι αμαρτίες τους συγχωρούνται. Άσε που δεν χρειάζεται να πηγαίνουν εκκλησία κάθε βδομάδα. Άλλωστε, η οικογένεια του Buddy δεν είναι φανατικά προτεσταντική.

Ο μικρός Buddy του Belfast
Πηγή εικόνας: Marca // Ο μικρός Buddy

Τα παιδιά, όμως, δεν τα καταλαβαίνουν πάντα όλα. Ο Buddy βλέπει τον πατέρα του να εκβιάζεται, να τον καλούν να πάρει θέση υπέρ μιας πλευράς. Στον εμφύλιο τα πράγματα είναι επικίνδυνα για τους αμέτοχους. Κι ο Buddy νιώθει τον κίνδυνο. Γι’ αυτό, η οικογένειά του συζητάει σοβαρά να αφήσει το Belfast. Του ζητούν να φύγει.

Το να φύγεις από το Belfast δεν είναι απλά μια απόφαση

Μόνη η σκέψη των γονιών του να τον πάρουν και να φύγουν τον ξεπερνά. Ο Buddy ξεσπά: Δεν θέλω να φύγω από το Belfast! Κλαίει, θυμώνει, γίνεται ένας μεγάλος χαλάστρας για τους γονείς του, που ξέρουν τι είναι καλύτερο για εκείνον. Στο Belfast βρίσκονται όλα όσα αγαπά, όλα όσα του είναι γνώριμα. Ο έρωτας, οι φίλοι, ο παππούς, η γιαγιά. Ο παππούς του λέει πως το Belfast θα είναι πάντα στην ψυχή του. Μα δεν του αρκεί, θέλει να ζει στον τόπο του κι όχι να τον θυμάται. Είναι γνωστό εξάλλου ότι τα παιδιά δύσκολα διαχειρίζονται τις αλλαγές.

Άλλωστε, άλλοι, μεγαλύτεροι από τον μικρό Buddy, δυσκολεύονται να διαχειριστούν την αλλαγή στη ζωή τους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον τόπο τους. Εδώ έχω τα πάντα κι εκεί είναι όλα άγνωστα, λένε.

Τα τελευταία δύο χρόνια, στις ζωές μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι συμβαίνει στο Belfast. Έχει προκύψει ένας αστάθμητος παράγοντας που μας καλεί να επιστρέψουμε στην πατρογονική γη, παρά να την εγκαταλείψουμε. Με τον κορωνοϊό, πολλά επαρχιωτόπουλα, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, κλήθηκαν να επιστρέψουν στον τόπο τους, ενώ σπούδαζαν μακριά.

Ο Buddy δεν θέλει να φύγει από το Belfast
Πηγή εικόνας: Newyorker // Ο Buddy κι ο… daddy

Οι αντιδράσεις υπήρξαν ποικίλες. Άλλοι δεν άντεξαν και στην επόμενη καραντίνα ακολούθησαν τον δρόμο μιας πιο μοναχικής φοιτητικής ζωής. Τα μάζεψαν και χωρίς ενοχές έφυγαν ξανά από το Belfast τους, με πρόφαση κάποιο ενοίκιο που έτρεχε ή «τις σχολές που θα ανοίξουν σίγουρα». Άλλοι πάλι, προτίμησαν την ασφάλεια του παιδικού τους σπιτιού. Εκεί που τα είχαν όλα και δεν ήθελαν παραπάνω.

Η προκατάληψη της ασφάλειας στο Belfast

Η αλήθεια είναι πως η τελευταία αυτή κατηγορία, των κατά κυριολεξία «μενουμεσπιτάκιδων» μου δημιουργούσε μια αλλόκοτη ενόχληση. Ενάν ενοχικό εκνευρισμό. Η όλη στάση τους στη ζωή μου έσπαγε μεν τα νεύρα, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν πως δεν είναι αναγκαία προβληματική. Πράγματι, το να μένει κανείς στον τόπο του, δεν είναι καθαυτό κατακριτέο, ίσα ίσα.

Την ίδια ακριβώς ενόχληση ένιωσα και στο Belfast. Δεν γίνεται να μη φεύγετε, έλεγα από μέσα μου. Πρέπει να φύγετε, για το καλό των παιδιών σας και την ασφάλειά σας. Κι ας κλαίει ο μικρός Buddy. 

Εννοείται, πως παρά το εύλογο των ενστάσεων, μια τέτοια απόφαση δεν είναι ποτέ εύκολη. Οι γονείς του Buddy μεγάλωσαν στο Belfast, εκεί γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν. Εκεί ονειρεύτηκαν τη ζωή τους. Όλα αυτά καθιστούν εκ των πραγμάτων δύσκολη την απόφαση της φυγής.

Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή είναι δύσκολη. Είτε είσαι μεγάλος είτε μικρός, είτε έχεις καλές σχέσεις με την οικογένειά σου είτε όχι. Και εμφύλιος να γίνεται έξω από το πατρικό σου, έχεις τη προκατάληψη ότι αυτό θα είναι πάντα ασφαλές. Όπως, όμως, καταλαβαίνουν κι οι πρωταγωνιστές του Belfast, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Να σηκωθείς και να φύγεις από το Belfast

Ας μην το περιορίσουμε τοπικά. Το Belfast δεν είναι μόνο τόπος, είναι και τρόπος. Ο τρόπος που έχουμε μάθει να ζούμε, να σκεφτόμαστε. Καμιά φορά επιμένουμε σε μοτίβα, συμπεριφορές ή πρόσωπα που ξέρουμε ήδη πως δεν μας κάνουν καλό. Αλλά εμείς, εμμονικοί, δεν φεύγουμε. Κι ο λόγος είναι ότι μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς. Το πλαδαρό μυαλό μας λέει: καλύτερη μια θλιβερή κατάσταση που ξέρεις από την αλλαγή. Γιατί η αλλαγή είναι άγνωστη και, συνακόλουθα, επικίνδυνη.

Κι αυτό είναι όντως εφιαλτικό. Η ψευδαίσθηση της ασφάλειας είναι ένα περίεργο ναρκωτικό, που μας κάνει να παριστάνουμε πως όλα πάνε καλά, ενώ στην πραγματικότητα όλα χειροτερεύουν. Τι να τους κάνει ο Buddy τους έρωτες και τα παιδικά παιχνίδια, τη στιγμή που η ζωή του απειλείται; Το Belfast μπορεί να φαντάζει στα μάτια του ασφαλές, αλλά δεν είναι. Και το ξέρει μέχρι κι ο ίδιος.

Πρέπει να φύγεις απ' το Belfast
Πηγή εικόνας: Twitter // Empire Magazine // Don’t look back

Μετά από όλα αυτά, η καλύτερη λύση ίσως είναι η εξής μία: να σηκωθούμε και να φύγουμε από τον βάλτο. Έτσι είχε συμβουλεύσει ο πατέρας του Αντώνη Νικοπολίδη τον γιο του, πριν κατέβει στην Αθήνα για να κυνηγήσει κάτι καλύτερο για τη ζωή του. Τελικά, το μόνο που μετράει είναι να διαλέγουμε για εμάς το καλύτερο. Και τους βάλτους, τα Belfast κάθε λογής, ό,τι τοξικό μας κατακλύζει, ας τα αφήσουμε να φύγουν. Είτε είναι τόποι είτε τρόποι είτε καταστάσεις που επιμένουν να μας χαλάνε τη ζωή. Ας φύγουμε χωρίς να κοιτάμε πίσω. Don’t look back, που λέει κι η σοφή γιαγιά του Buddy.


Παρόμοια άρθρα:

Aκολουθήστε τις σελίδες μας σε FacebookInstagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.

Γιώργος Χατζηλάμπρου
Γιώργος Χατζηλάμπρου
Γεια σου, είμαι ο Γιώργος και δεν έχω ιδέα ποιος είμαι. Το ψάχνω ακόμα. Κατάγομαι από τη Μυτιλήνη και σπουδάζω νομική στην Αθήνα. Αυτά που θα διαβάσεις εδώ, τα γράφω τόσο για σένα όσο και για μένα. Τα γράφω, γιατί ζητώ σχεδόν απεγνωσμένα την επικοινωνία μαζί σου. Μίλα μου, λοιπόν. Για ό,τι διαβάσεις από μένα και το πώς σε κάνει να νιώθεις. Αλλά και να μην το κάνεις, δεν πειράζει. Αρκεί που για όσο χρόνο αφιέρωσες στο κείμενό μου διασταυρώθηκαν οι σκέψεις μας. Ίσως τελικά αυτό το τελευταίο να έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Latest Articles

Διάβασε επίσης...