Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

Ηχογράφηση για το κείμενο σχετικά με τον Σάλιντζερ από την Ακριβή Ανδρινοπούλου:

Το 1951 εκδίδεται το βιβλίο του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ The Catcher in the Rye ένα από τα πιο σημαντικά έργα στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Το βιβλίο που μερικά χρόνια μετά, το 1978, η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη θα αποδώσει στην ελληνική έκδοση με τον τίτλο Ο φύλακας στη σίκαλη (εκδ. Επίκουρος). Ένα βιβλίο που πραγματικά θα ήθελα κάποιος να μου το είχε φέρει δώρο στην εφηβεία μου, τότε που όλα έμοιαζαν να έρχονται κατά πάνω σου, οι τοίχοι του σπιτιού, του σχολείου, τα «πρέπει» – το δράμα της ενηλικίωσης. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και σήμερα, στα 23 μου χρόνια, υπήρξε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα με χιούμορ και μερικές πολύ δυνατές στιγμές.

Η επιτυχία του βιβλίου και ο εσωστρεφής Σάλιντζερ

Πριν πάμε όμως στην ιστορία του βιβλίου θα σταθώ σε μια σύντομη παρουσίαση της προσωπικότητας του συγγραφέα. Συνήθως αποφεύγω να δίνω έμφαση στο βιογραφικό κομμάτι, εκτός βέβαια αν αυτό ανοίγει κάποιες ερμηνείες του έργου ή φωτίζει κάποια σημεία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει νομίζω και στο βιβλίου του Σάλιντζερ, στην ουσία πρόκειται για συγγραφέα του ενός βιβλίου. Ο Σάλιντζερ γράφει αυτό το βιβλίο για την αθωότητα των εφηβικών μας χρόνων στην ηλικία των 32 ετών. Ωστόσο, πολλά χρόνια πριν, ο ήρωας Χόλντεν Κώλφηλντ «ζούσε» μέσα στο μυαλό του συγγραφέα αλλά και σε μερικές σελίδες ενός διηγήματος που εν τέλει δε δημοσιεύτηκε ποτέ.

Το βιβλίο Ο φύλακας στη σίκαλη γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, αγαπήθηκε από γενιές και γενιές εφήβων και εκνεύρισε άλλους τόσους. Έγινε σημείο αναφοράς για πληθώρα καλλιτεχνικών έργων. Βιβλία, μουσικές, ταινίες. Θεωρείται ένα από τα δημοφιλέστερα και αγαπημένα βιβλία του περασμένου αιώνα, γνώρισε πολυάριθμες εκδόσεις, έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του δημοφιλούς μυθιστορήματος του Σάλιντζερ (16 Ιουλίου 1951)

Η σιωπή από 1965 και μετά

Ιδιότροπος, εσωστρεφής και αινιγματικός συγγραφέας ο Σάλιντζερ. Δίνει οδηγίες για εκδόσεις των βιβλίων, διαφωνεί και δεν του αρέσουν οι κινηματογραφικές μεταφορές, θυμώνει με τις φωτογραφίες πάνω στα βιβλία του. Ύστερα από την τρομερή επιτυχία που γνώρισε στη νεαρή ηλικία ο Σάλιντζερ απομακρύνθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Έφυγε στις 27 Ιανουαρίου του 2010. Η τελευταία του συνέντευξη όμως δόθηκε πολλά χρόνια πριν, το 1965 στο περιοδικο The New Yorker και από τότε σιώπη.

Μετά τα πρωτοσέλιδα και τις διαστάσεις που πήρε το όνομά του ο ίδιος θέλησε να απομακρυνθεί και να ζήσει μόνος του. Μπορεί να σιώπησε εκδοτικά από το 1965 αλλά δε σταμάτησε ποτέ να γράφει. Ήδη, από τη δεκαετία του ‘50 απομονώθηκε στο Νιου Χάμσαϊρ. Δεν άφηνε κανέναν να τον επισκεφτεί, ούτε τις συζύγους ούτε τις ερωμένες ούτε καν τα παιδιά του.

Ο Χόλντεν Κώλφηλντ που δε χωρούσε πουθενά

«Κι εντάξει τώρα πάντως, δε θα κάτσω να σας πω και τίποτα αυτοκωλοβιογραφίες και δε συμμαζεύεται. Θα πω, έτσι σκέτα, τι τρελοκομείο που έγινε κοντά στα περσινά Χριστούγεννα, κι ύστερα κλάταρα και κάπως αρκετά, κι έπρεπε να’ ρθω εδώ για να κουλάρω». Αυτά μας λέει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο δεκαεξάχρονος ήρωας που βρίσκεται κάπου που τον έφεραν οι γονείς του για να ηρεμήσει και να πάει σχολείο από Σεπτέμβρη. Αν τελικά καταφέρει να συμμορφωθεί.

Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

Τον Χόλντεν τον έδιωξαν για ακόμη μια φορά από το σχολείο. Δεν ξέρει τι να κάνει και περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Περιμένει να φτάσει η μέρα που θα γυρνούσαν όλοι οι συμμαθητές στο σπίτι για τις γιορτές. Στην ουσία η όλη αφήγηση εξελίσσεται αυτές τις τρεις νύχτες που δεν περνάνε με τίποτα. Ο Χόλντεν έχει πιεστεί από την υποκρισία και το ιμιτασιόν (όπως πολλές φορές αναφέρει) που έχουν συμμαθητές και γονείς και έτσι παίρνει τους δρόμους. Καλεί παλιούς φίλους και φίλες. Βγαίνει έξω. Συναναστρέφεται με πόρνες, μαστροπούς, καλόγριες, ταξιτζήδες, περαστικούς και μικρά παιδιά. Αλλά με κανέναν δεν αναπτύσσει υγιή σχέση, κανέναν δε φαίνεται να συμπαθεί.

Bildungsroman ή ιστορία διάπλασης

Στην ουσία πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης, για ένα ημιτελές Bildungsroman. Και με τον γερμανόφωνο αυτό λογοτεχνικό όρο αναφερόμαστε στα «μυθιστορήματα μαθητείας». Συνήθως, στο λογοτεχνικό αυτό είδος ο ήρωας μας διαμορφώνει το πνεύμα του και τον χαρακτήρα του μετά από μια σειρά καταστάσεων και εμπειριών που θα αποκτήσει. Μετά από μια κρίση πνευματική, ταυτότητας ή συνειδήσεως οδηγείται στην ωρίμανση, συνειδητοποιεί την ταυτότητά του και τη θέση του στον κόσμο. Μόνο που από το τέλος τουλάχιστον της ιστορίας αυτής δεν ξέρουμε αν όντως γίνεται αυτή η μετάβαση προς τη συνειδητοποίηση της ταυτότητας. Όταν ο Κώλφηλντ φτάνει στο τέλος της πρωτοπρόσωπης αφήγησής του και τον ρωτάει ο ψυχαναλυτής του αν θα συμμορφωθεί απαντά:

Κατά τη γνώμη μου, η ερώτηση είναι πολύ ηλίθια. Λέω, ας πούμε, αφού πού να ξέρεις τι θα κάνεις, άμα δεν το κάνεις πρώτα; Η απάντηση είναι: ε, δεν ξέρεις. Εγώ λέω πως θα συμμορφωθώ, αλλά και που να ξέρω; Πολύ ηλίθια ερώτηση, ρε συ Θεούλη μου

Τον ενοχλεί η ο «καθωσπρεπισμός» και η «δηθενιά» των ανθρώπων. Εκνευρίζεται με τα όσα κάνουν κάνουν γονείς και συμμαθητές, οι μεν πρώτοι για να αποκτήσουν δημοφιλία και συμπάθειες και οι δεύτεροι χρήματα και επιτυχίες. Ο ήρωας ή καλύτερα ο αντι-ήρωας βρίσκεται σε ένα σημείο της ζωής του που αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και την ίδια τη θέση του στον κόσμο. Αισθάνεται μοναξιά και αναπτύσσει τάσεις φυγής. Η φρέσκια, άμεση, κυνική και γεμάτη χιούμορ γλώσσα του βιβλίου αποδίδει με τρόπο πολύ ευχάριστο νομίζω την ψυχική κατάσταση του ήρωα. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ο χαρακτήρας του Σάλιντζερ είναι ένα ένα ειλικρινές παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει η κατάθλιψη και οι «ακόλαστες ερημιές», όπως συχνά επαναλαμβάνει, σε κάποιον.

Ο φύλακας που έγινε πιάστης και το ποίημα του Robert Burns

Ο τίτλος εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται να έχει κάποια νοηματική σχέση ή να ταιριάζει κάπως με τα όσα αναφέραμε παραπάνω. Ωστόσο, κάπου προς το τέλος εξηγείται το όνομα. Πιο συγκεκριμένα, όταν η μικρή και αγαπημένη αδερφή του Χόλντεν, η Φοίβη, που δεν ήξερε αν τον καταλάβαινε, σίγουρα όμως ήξερε να ακούει και αυτό σήμαινε πολλά για εκείνον. Όταν λοιπόν η Φοίβη του λέει «Θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς», εκείνος -επιχειρώντας μια δημιουργική ανάγνωση στο ποίημα του Burns “Comin’ Thro the Rye’’- απαντάει τι θα ήθελε να είναι, τι θα τον γέμιζε:

«Ξέρεις ένα τραγούδι που λέει όταν κορμί πιάνει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια; Ε, θα ‘θελα -».
«Οταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια» μου λέει η δικιά μου. Ποίημα είναι. Του Ρόμπερτ Μπερνς» […]
«Εγώ νόμιζα πως λέει όταν κορμί πιάνει κορμί» της λέω. Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο παιδάκια, που θα ‘ναι σ’ ένα μεγάλο χωράφι με σίκαλη και που θα παίζουνε ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε, χιλιάδες παιδάκια, κι εκεί γύρω να μην είναι κανείς – κανένας μεγάλος, λέω δηλαδή – μονάχα εγώ.[…] Θα ‘μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. (σ.221)

Catcher in the Rye, μια εικονογράφηση του William Marchant (stl-illustrator.com)

Μονάχα αυτό, να είναι «ο φύλακας», ο «πιάστης» όπως μεταφράστηκε αργότερα στα ελληνικά ξανά από την Τζένη Μαστοράκη, των παιδιών που είναι κοντά στον «γκρεμό». Ίσως, αυτή η εικόνα να είναι και ένας συμβολισμός για το τον γκρεμό της ενηλικίωσης, τα αδιέξοδά της. Ίσως, ο Χόλντεν να ήθελε να είναι «ο φύλακας» των παιδιών αυτών που βρίσκονται σε αδιέξοδα μπροστά στο δράμα της ενηλικίωσης. Ίσως, τελικά το ίδιο να ήθελε να κάνει και ο Σάλιντζερ γράφοντας αυτό το βιβλίο.

Ένα playlist για αυτούς που δε χωρούν πουθενά όπως ο Χόλντεν:

 


Παρόμοια άρθρα:

Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.

Giving Sight by Beasty Press


Logophile

1 COMMENT

Comments are closed.