κιμονό
Πηγή εικόνας: pinterest.com

Κιμονό: Ένα παραδοσιακό ένδυμα

Ηχογράφηση από την Κορνηλία Χαλκίδη:

Το κιμονό είναι το παραδοσιακό ένδυμα που κατάφερε να επιβιώσει μέσα στο χρόνο, να κάνει γνωστό τον πολιτισμό της Ιαπωνίας και να γίνει γνωστό παγκοσμίως. Ορίζεται από τις ευθείες ραφές του, το χαρακτηριστικό του σχήμα «Τ» και τις έντονες διακοσμητικές του λεπτομέρειες. Είναι γνωστότερο ένδυμα της ιαπωνικής μόδας, του οποίου η γέννηση χρονολογείται από τον 8ο αιώνα μ.Χ, αλλά χρειάστηκαν να περάσουν περίπου οχτώ αιώνες για να δημιουργηθεί η μορφή που γνωρίζουμε έως και σήμερα.

Η λέξη κιμονό μεταφράζεται ως «αυτό που φοριέται». Για τους Ιάπωνες ήταν ένα παραδοσιακό κειμήλιο και πήγαινε από γενιά σε γενιά.

Η χρήση του κιμονό

Το κιμονό ταίριαζε και ταιριάζει σε όλους του τύπους σώματος και σε όλες τις εποχές. Ένα βαρύ κιμονό από μετάξι μπορούσε να φορεθεί το φθινόπωρο και το χειμώνα, ενώ τα λινά και τα βαμβακερά, γνωστά και ως yukata, μπορούσαν να φορεθούν το καλοκαίρι. Τα κιμονό δεν τονίζουν το σώμα αυτού που τα φορά. Αντίθετα, καλύπτουν τη σιλουέτα. Τοποθετείται από τη δεξιά προς την αριστερή πλευρά και πάνω ακριβώς από αυτό τοποθετείται ένα είδος ζακέτας που ονομάζεται haori. Η τεχνική που χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις ονομάζεται shibori, η οποία στοχεύει στη δημιουργία μοναδικών σχεδίων, μέσω χρωμάτων αντοχής και χειροποίητων υφασμάτων.

Τα μικρά και τα μεγάλα μανίκια της κοινωνικής τάξης

Ως ένδυμα έδειχνε την κοινωνική κατάταξης ενός ατόμου, μιας οικογένειας. Το ιαπωνικό ένδυμα, πριν γίνει γνωστό με την ονομασία «κιμονό», είχε τις ονομασίες «kosode» (μεγάλα μανίκια) και «osode» (μικρά μανίκια). Οι ονομασίες αυτές δεν αναφέρονταν στο μέγεθος του μανικιού αλλά της μασχάλης. Στη συνέχεια, το ἐνδυμα kosode υπερίσχυσε του osode και είχε χαρακτηριστεί ως το κύριο ένδυμα που φοριόταν από τους πλούσιους. Όμως, αρκετά σύντομα, έγινε το βασικό κομμάτι ρουχισμού της ιαπωνικής κοινωνίας  για όλες τις τάξεις και τα φύλα.

Μια αναφορά στη γυναίκα γκέισα

Η λέξη γκέισα προέρχεται από τη λέξη 芸 (gei), που σημαίνει τέχνη, και τη λέξη 者 (sha) που σημαίνει άτομο και φανερώνει την πλήρη ταύτιση της γυναίκας αυτής με την Τέχνη. Τι ήταν, λοιπόν, η γκέισα. Για τους Ιάπωνες πρόκειται για μια μορφωμένη γυναίκα, η οποία έχει παρακολουθήσει ειδικές σπουδές και έχει εντρυφήσει πάνω στο αντικείμενο της.

Οι γνώσεις της

Είναι η γυναίκα που γνωρίζει καλά την πατροπαράδοτη «τελετουργία του τσαγιού». Έχει μάθει από πολύ μικρή να χορεύει τους παραδοσιακούς χορούς της Ιαπωνίας και να παίζει το μουσικό όργανο σαμισέν. Πρόκειται, επίσης, για τη γυναίκα που φοράει τα υπέροχα κιμονό με τα ποικίλα εντυπωσιακά χρώματα και σχέδια και χτενίζεται με το χαρακτηριστικό χτένισμα shimada.

Η ενδυμασία της

Αναφορικά με την ενδυμασία, οι γκέισες φορούν πάντοτε κιμονό. Οι μαθητευόμενες φορούν πολύχρωμα κιμονό με εξεζητημένες ζώνες όμπι. Τα κιμονό αποτελούν το βασικότερο σημάδι για την οικονομική ευρωστία των σπιτιών οκίγια. Μια γκέισα δε θα πρέπει να φοράει ένα κιμονό πάνω από μια φορά. Επίσης, ανάλογα με την εποχή ή το γεγονός που θα παρίσταται η γκέισα, μεταβάλλεται το χρώμα, το σχέδιο και το στυλ ενός κιμονό.

Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα ξύλινα παπούτσια, στα οποία ισορροπούν, γνωστά ως okobo. Επιπλέον, υπάρχουν τα zori, σανδάλια με επίπεδες σόλες, και τα tabi, παρόμοια με τα πρώτα, τα οποία φοριούνται μόνο μέσα στο σπίτι.

Από τον 20ο αιώνα και μετά

Τον 19ο αιώνα, μετά την έξοδο της Ιαπωνίας προς τη Δύση, παύει να είναι το καθημερινό ρούχο και αρχίζει να συμβολίζει την εξωτική κουλτούρα και τη σαγηνευτική γυναικεία μορφή. Η βιομηχανία του κιμονό άρχισε να ακμάζει ξανά στον τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ στη Δύση, διάσημοι σχεδιαστές άρχισαν να ανεβάζουν το ρούχο στις πασαρέλες, ή να το κάνουν ένα χρηστικό καθημερινό ρούχο. Κάποιοι από αυτοί ήταν οι John Galliano, Yves Saint Laurent και Rei Kawakubo.

Αναλυτικότερα,

από το 1910 έως το 1950 συναντάμε μια περίοδο εξέλιξης. Αν και τα ρούχα δυτικού στυλ άρχιζαν να γίνονται ένα με την ιαπωνική μόδα, τα κιμονό ήταν βασική ένδυση για τις παραδοσιακές εκδηλώσεις. Η βιομηχανική εξέλιξη αντικατέστησε τη χειροποίητη μέθοδο. Τα κιμονό ήταν από μετάξι, ήταν λιγότερο ακριβά από πριν, ήταν προσβάσιμα για περισσότερους πολίτες και τα περισσότερα σχέδιά τους ήταν εμπνευσμένα από το Art Nouveau και το Art Deco, δύο νέες τεχνοτροπίες από καλλιτεχνικά κινήματα. Η πρώτη αναπτύχθηκε μεταξύ του 1890 και του 1910 και η δεύτερη από το 1925 μέχρι το 1940.

Μοτίβα, απεικονίσεις και χρώματα

Η εικόνα του κιμονό λειτουργεί ως καθρέφτης του κόσμου. Σχέδια, μαγευτικά χρώματα, πολύχρωμα μοτίβα, απεικόνιση της φύσης και του πολιτισμού της Ιαπωνίας, συμβολικά σχήματα, λεπτομέρειες που θα μπορούσαμε να διακρἰνουμε σε έργα τέχνης.

Αναφορικά με τα χρώματα που υπάρχουν στα κιμονό, μπορούμε να πούμε ότι κάθε χρώμα έχει τη δικιά του σημασία. Για παράδειγμα το μωβ, υποδηλώνει την αθωότητα της αγάπης, ενώ το κόκκινο, σηματοδοτεί τη νεότητα, τη νεανική γοητεία. Η πλουσιότερη πηγή για τα μοτίβα των κιμονό προέρχεται από τον φυσικό κόσμο. Λουλούδια, άνθη κερασιάς, χρυσάνθεμα και φύλλα σφενδάμου εμφανίζονται συχνά στο ρούχα. Τα κιμονό που φορούσαν οι γυναίκες, ειδικά σε νεότερες ηλικίες, ήταν εκείνα με την πιο πλούσια διακόσμηση και αυτά που έχουν επιβιώσει σε συλλογές.


 Παρόμοια άρθρα

Ακολουθήστε μας στις σελίδες μας FacebookInstagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.

Giving Sight by Beasty Press // Giving Sight The Project