Ηχογράφηση από την Κορνηλία Χαλκίδη:
Ας ξεκινήσουμε από τα τυπικά. Οι ναυαγοί είναι το πρώτο θεατρικό έργο με την υπογραφή της Ηρώς Μπέζου. Παίζουν με σειρά εμφάνισης ο Γιάννος Περλέγκας, ο Μιχάλης Τιτόπουλος και η Σοφία Κόκκαλη. Σκηνοθετεί η ίδια η Ηρώ μαζί με τον Γιάννη Παπαδόπουλο. Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους παρακολούθησα την τελευταία Τρίτη του Νοεμβρίου, τη νύχτα μιας δύσκολης μέρας (όσοι ακούν Beatles, ξέρουν). Δυστυχώς για μένα, η παράσταση αποδείχθηκε σκέτος μπελάς. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το νόημα των ναυαγών, για να καταλήξουμε πως αυτό δεν υπάρχει.
Όσον αφορά στην υπόθεση, όλα ξεκινούν από την επίσκεψη ενός νεαρού δημοσιογράφου στο σπίτι όπου έχει αυτοεξοριστεί ένας καταξιωμένος συγγραφέας μαζί με την κόρη του. Ο δημοσιογράφος εκτιμούσε τόσο τον συγγραφέα, ώστε στα εφηβικά του χρόνια να του στείλει μια επιστολή θαυμασμού. Στην πορεία αποκαλύπτεται πως λόγω αυτής της επιστολής, ο συγγραφέας κι η κόρη λατρεύουν τον δημοσιογράφο σαν θεό.
Ηρώ, πες μου πώς να ζήσω! Είναι πιο εύκολο
Η αλήθεια είναι πως οι ναυαγοί μιλούν για πολλά και διαφορετικά θέματα. Από την «υποκρισία» των δημοσιογράφων μέχρι τον έρωτα, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Βέβαια, δεν είναι αφελείς. Η Ηρώ Μπέζου δεν θέλει να κρυφτεί πίσω από ηθικά διδάγματα και γι’ αυτό οι ναυαγοί της δεν είναι ένα «εύκολο» έργο. Το είπε τέλεια κι ο Αιμίλιος Χειλάκης σε μια παλιά του συνέντευξη. Το θέατρο είναι για να θέτει ερωτήματα, όχι για να δίνει απαντήσεις.
Από τα πολλά, λοιπόν, εγώ θα σου δώσω λίγα μόνο πράγματα που με άγγιξαν και μου έμαθαν. Μην το εκλάβεις ως μια προσπάθεια να δώσουμε απαντήσεις, ούτε να βρούμε κάποιο νόημα. Απλά θα ρίξουμε φως στα ερωτήματα και τίποτα παραπάνω.
Ερώτημα νο. 1: πόσο αληθινή είναι η μοναδικότητά σου;
Ας το πάρουμε από την αρχή. Η πλοκή ξεκινάει με την επίφαση μιας συνέντευξης. Ο συγγραφέας, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, είναι φαινομενικά έτοιμος να απαντήσει στις ερωτήσεις του επισκέπτη-δημοσιογράφου ονόματι Σεμπάστιαν.
Βέβαια από νωρίς καταλαβαίνουμε πως η πρόθεση του συγγραφέα είναι διαφορετική. Πολύ γρήγορα σηκώνεται από την καρέκλα του, αρνούμενος να συμμετέχει στο δημοσιογραφικό παιχνίδι. Είναι περίπου σαν να παραπονιέται: «δεν ήλθες γιατί σε ενδιαφέρω πραγματικά. Ήλθες γιατί θες να χρησιμοποιήσεις εμένα και την εκκεντρικότητά μου. Να γράψεις ένα κείμενο γεμάτο υπερβολές που θα σε κάνει να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους συναδέλφους σου».
Αυτές οι κουβέντες, βέβαια, μάλλον ήταν άδικες για την περίπτωση του Σεμπάστιαν των ναυαγών. Είναι εύστοχες παρ’ όλα αυτά. Στηλιτεύουν μια -γνωστή- προσπάθεια επιβολής μέσω της ατομικότητας. Μια διάθεση να βρούμε μέσα από τη γραφή, την τέχνη, την εμφάνιση, ένα στοιχείο που θα μας διαφοροποιεί και να κρυφτούμε υποκριτικά πίσω απ’ αυτό. Κάτι που δεν θα είναι αλήθεια, αλλά θα μας χαρακτηρίζει.
Το ερώτημα τίθεται στεγνά: πού τελειώνει η ανεπιτήδευτη διαφορετικότητά σου και πού αρχίζει η ταμπέλα του διαφορετικού; Πιο απλά, μήπως η μοναδικότητά σου είναι απλά δήθεν;
Ερώτημα νο. 2: μοιράζεται η αγάπη;
Προχωρώντας, καθοριστική για την πλοκή είναι η εμφάνιση της κόρης – Σοφίας Κόκκαλη. Η Ευγενία, στο έργο, έχασε τη μητέρα της σε μικρή ηλικία και ακολουθεί τον μπαμπά της στον μοναχικό βίο του. Εκείνος δεν την πολυ-χώνευε όταν γεννήθηκε, γιατί ένιωθε πως του έκλεβε την αγάπη της μητέρας της.
Εκείνη αισθάνεται τη μοναξιά που νιώθει κανείς όταν τον αγαπάνε από υποχρέωση. Συμπεριφέρεται αλλόκοτα, ίσως παρανοϊκά, σίγουρα υπερβολικά. Η Ηρώ δεν μας διευκρινίζει αν η συμπεριφορά της ηρωίδας της οφείλεται σε παθολογικά ή μη αίτια. Μοναδικό καταφύγιο της Ευγενίας είναι ο έρωτας. Ο έρωτας που νιώθει για μια επιστολή. Αυτή που ο δημοσιογράφος έστειλε χρόνια πριν.
Οι τριμερείς σχέσεις είναι δύσκολες
Και κάπως έτσι φαίνεται μάλλον ένα κεντρικό σημείο της πλοκής των ναυαγών. Πάντα, όπου υπάρχουν δύο, χωρεί κι ένας τρίτος. Εκεί που ο συγγραφέας ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του, πετάγεται ένα μωρό. Μετά, όταν αποφασίζει να ζήσει μια μοναχική ζωή με την κόρη του, εμφανίζεται ένας δημοσιογράφος. Πάντα κάποιος έρχεται και του αρπάζει την αποκλειστικότητα.
Με τα πολλά, βρήκα ένα τσιτάτο. Το λέει η καθηγήτρια που μας κάνει αστικό. Στα νομικά και στη ζωή, οι τριμερείς σχέσεις είναι δύσκολες. Προσυπογράφουν κι οι ναυαγοί.
Και με τον τρόπο αυτό η Ηρώ μας θέτει και το δεύτερο ερώτημα: πόσο εύκολο είναι να αγαπάς με όλη σου την καρδιά δύο άτομα; Αντίστοιχα, πόσο εύκολο είναι να δεχτείς ότι ο άλλος, τον οποίο εσύ αγαπάς τόσο πολύ, αγαπάει και κάποιον άλλον;
Ερώτημα νο. 3: αν ήμουν όντως εδώ για σένα, θα μ’ αγαπούσες;
Το τελευταίο μέρος της παράστασης καταλαμβάνει το ειδύλλιο που αναπτύσσεται μεταξύ του Σεμπάστιαν και της Ευγενίας. Εννοείται ότι, όπως έκανα και την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε για θέατρο, το τέλος δεν θα το μαρτυρήσω.
Δεν μας χρειάζεται, άλλωστε. Αρκεί ένα και μόνο γεγονός από τους ναυαγούς για να δώσει ζωή στο τρίτο και τελευταίο ερώτημα. Η Ευγενία ερωτεύτηκε τον Σεμπάστιαν πολύ πριν τον γνωρίσει. Τον ερωτεύτηκε από τα γράμματά του, χωρίς, φυσικά, να έχει ιδέα αν θα τον συναντήσει ποτέ.
Η αγάπη της Ευγενίας για μια σκιά ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο των ναυαγών. Σίγουρα θα μπορούσαν να υπάρχουν ορισμένες ψυχολογικές εξηγήσεις γι’ αυτό, όπως η απώλεια της μητέρας και ο απόμακρος πατέρας της.
Άλλωστε, το πρόβλημά της δεν είναι κι ασυνήθιστο. Το βλέπουμε σχεδόν σε όλες τις ρομαντικές ταινίες, το ακούμε σε ανεξέλεγκτο αριθμό τραγουδιών. Αυτό το «σε αγαπάω, μα όλα μας πάνε στραβά». Από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα στον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Και φτάνουμε μετά από πολλά, σπουδαία και λιγότερο σπουδαία έργα, στους ναυαγούς της Ηρώς Μπέζου.
Έλα σε μένα
Η Ευγενία, μάλιστα, είναι ακόμα πιο ρομαντική. Τον ερωτεύτηκε πριν καν τον δει. Και δεν απέχει πολύ από την κοπέλα με την πλεχτή τσάντα και το βιβλίο που είδες στο μετρό κι έφυγε μια στάση πριν από σένα. Από τον Ιταλό που γνώρισες το καλοκαίρι στη Σαντορίνη, μα δεν ανταλλάξατε παρά μόνο ένα γεια.
Το κοινό του Σεμπάστιαν, της κοπέλας στο μετρό και του Ιταλού στη Σαντορίνη είναι ότι αφήνουν τη φαντασία ελεύθερη. Όποιος είναι κοντά, συνεχώς διαθέσιμος κι έτοιμος να μας δώσει την αγάπη του, φθείρεται, χάνει τη χρυσόσκονή του.
Τελευταίο ερώτημα, λοιπόν: γιατί πρέπει πάντα η αγάπη να είναι τόσο δύσκολη; Γιατί πρέπει να φωνάζουμε, σαν τον Βασίλη Λέκκα: «έλα σε μένα», χωρίς να προσδοκούμε απάντηση;
Αντί επιλόγου
Τα ερωτήματα είναι τόσα πολλά, όσα και τα νοήματα. Για την ακρίβεια, οι ναυαγοί είναι φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να βλέπει σε αυτούς διαφορετικά πράγματα. Η Ηρώ Μπέζου γράφει στο σημείωμά της για την παράσταση:
Γράφουμε ένα έργο για τα λόγια, που δεν αρκούν, κι όμως μόνο τα λόγια έχουμε. Λέξεις πάνω σε χαρτί, λέξεις στον αέρα. Τρεις άνθρωποι-άλλωστε πάντα τρεις είναι οι άνθρωποι-παλεύουν να κοιταχτούν, να αγαπήσουν, να «βγουν στην ζωή». Η μοναξιά τους είναι η γέφυρα που τους ενώνει. Τι άλλο; Ένα παιχνίδι με χαρτιά, ένα ποτήρι κρασί. Μια παιδική ζωγραφιά.
Αυτά. Τα συμπεράσματα δικά σας, αφού επισκεφθείτε το Υπόγειο του Καρόλου Κουν. Σας εύχομαι από καρδιάς να μην καταλήξετε πουθενά.
Παρόμοια άρθρα:
Aκολουθήστε μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.