αγάπη
Σχέδιο: Ειρήνη Γαντζία (neo__pessimist)

Αυτή η μικρή ιστορία για την αγάπη απευθύνεται στους μικρούς μας φίλους, ηλικίας 8+.

Ηχογράφηση από τη Ναταλία Σφήκα:

Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο της Λάσπης, σ’έναν ψηλό πύργο, ζούσε ο Φαφλατάκος, ο δράκος. Ήταν μικροσκοπικός, λαίμαργος και παχουλός, και δεν έμοιαζε σε τίποτα με έναν τρομακτικό δράκοντα. Το δεξί του χέρι ήταν η Γλίτσα η Λίτσα. Ο δράκος ήταν κακός και ψευτράκος και κανένας δεν τον αγαπούσε στο βασίλειο. Αγαπημένη του συνήθεια ήταν να κάθεται στο ψηλότερο σημείο του πύργου, να μασουλάει καραμέλες  και να τρώει γλυκά. Του άρεσε πολύ να παίρνει πολλούς υπνάκους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η Γλίτσα η Λίτσα καθημερινά τον επαινούσε και του έλεγε πόσο  σπουδαίος και σημαντικός ήταν! Ο πύργος του δράκου ήταν γεμάτος από μια πράσινη, κολλώδη ουσία που άφηνε πίσω της η Γλίτσα και από πράγματα πεταμένα δεξιά και αριστερά στα μπαλκόνια. Επικρατούσαν η ακαταστασία και η βρoμιά. Όταν ο δράκος είχε νεύρα, συνήθιζε να ανεβοκατεβαίνει από όροφο σε όροφο, γιατί η ακαταστασία τον έκανε πάντα να αισθάνεται καλύτερα. Μαζί με αυτόν τον πύργο, είχε και καμιά δεκαριά ακόμη και όλοι ήταν γεμάτοι με γλυκά και καραμέλες.

Ο Φαφλατάκος κοιταζόταν πολύ συχνά σ’ έναν τεράστιο καθρέφτη και ρωτούσε: «Γεννήθηκε ωραιότερος και σημαντικότερος δράκος από εμένα;» και ρουφούσε την κοιλιά του που είχε γίνει μεγαλούτσικη  από τα πολλά γλυκά που έτρωγε. Η Γλίτσα η Λίτσα κουνούσε πονηρά το κεφάλι της και του απαντούσε: «Μα τι είναι αυτά που λέτε, κακιότατε; Εννοείται πως δεν υπάρχει κανένας. Είστε ο φοβερότερος και ωραιότερος δράκος όλων των εποχών. Και το κυριότερο, πανέξυπνος».

«Η κακία είσαι εσύ
ό,τι και αν λένε, η μανία σου είναι φοβερή.
Δράκος δεν γεννήθηκε σαν και εσένα
θα το φωνάζω δυνατά και βραχνιασμένα».

Έτσι, ο Φαφλατάκος φούσκωνε από χαρά, όταν δεν φούσκωνε από τον θυμό που τον έπνιγε όταν δεν γινόταν το δικό του… Ήταν, γενικώς, ένας πολύ νευρικός δράκος.

Όταν ήθελε να διασκεδάσει, πετούσε καραμέλες από τον πύργο του. Όλοι οι υπήκοοι έπρεπε να τις βρουν και να τις φάνε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαλάνε τα δοντάκια τους και να πονάει η κοιλιά τους. Κανένας δεν είχε τολμήσει να αρνηθεί και έτσι υπήρχαν πολλοί φαφούτηδες στο βασίλειο της Λάσπης.

«Θα τις φάτε τις καραμέλες
Και αυτές με τις κανέλες
Μέσα σε μεγάλες πιατέλες
Ακόμη και αν  έχετε φάει μεγάλες σαρδέλες» τραγουδούσε γεμάτος κακία ο Φαφλατάκος…


Στο απέναντι βασίλειο, το βασίλειο του Φωτός, ζούσε η πριγκίπισσα Μελένια η Καραμελένια. Ήταν μια γλυκιά και καλοσυνάτη πριγκιπισσούλα. Όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό, οι γονείς της πέθαναν στον πόλεμο εναντίον των δράκων από το βασίλειο της Λάσπης. Η Μελένια φορούσε  στο λαιμό της ένα χρυσό μενταγιόν, δώρο των γονιών της, που έγραφε: «Δεν ζεις χωρίς αγάπη». Αυτήν την αγάπη προσπαθούσε καθημερινά να την κάνει και τρόπο ζωής. Έτσι,  η ζωή στο βασίλειο του Φωτός ήταν πολύ ωραία, αφού όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ζούσαν ευτυχισμένοι.

Στο βασίλειο της Λάσπης, όταν μπήκε ο Μάης, ο Φαφλατάκος, ο δράκος, ήταν πολύ ανήσυχος. Τα σπυριά στο πρόσωπο του είχαν γίνει πάρα πολλά. Με νεύρα, είπε στην Γλίτσα την Λίτσα:

«Πάει η ομορφιά μου
Μου την φάγαν τα σπυριά μου
Φταίνε οι καραμέλες και τα άλλα τα φαγιά
Τι θα κάνω; Θα πεθάνω από την ντροπή μου
Κάνε κάτι κολλητή μου!»

Η Γλίτσα η Λίτσα ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι και, έτσι, του είπε ψέματα:

«Κάνε λίγη υπομονή, κακιότατε βασιλιά μου
Το βλέπεις δεν χάνω την μιλιά μου
Φάρμακο θα βρεθεί. Φάε εσύ όσα γλυκά θες και μην σκας
Τα σπυριά δεν είναι βραχνάς».

Μια ημέρα, η Γλίτσα η Λίτσα μπούκαρε στο παλάτι ενθουσιασμένη, γιατί είχε ανακαλύψει τον εξυπνότερο τρόπο για να κάνει τον δράκο να αισθανθεί καλύτερα.

«Σας έφερα ένα δώρο, κακιότατε. Με αυτό θα μπορείτε να κατασκοπεύετε από ψηλά όποιο σπίτι θέλετε στο γειτονικό βασίλειο του Φωτός. Ακόμα και το παλάτι αν θελήσετε…» είπε αινιγματικά.

«Πολύ καλή ιδέα, Γλίτσα Λίτσα» απάντησε ο δράκος, με ευχαρίστηση. Και έγινε πορτοκαλί από ευτυχία.

Ήταν γνωστή η μανία του δράκου Φαφλατάκου με το βασίλειο του Φωτός. Γιατί εκεί επικρατούσε τάξη, καθαριότητα, αρμονία και ευτυχία. Κυρίως, όμως, επικρατούσε η καλοσύνη και η σύνεση. Χαρακτηριστικά που λείπανε από τον δράκο και το δικό του βασίλειο.

Έτσι, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, πλησίασε στο παράθυρο της σοφίτας του πύργου του, πήρε το τηλεσκόπιο και το έβαλε στο μάτι του. Στράφηκε προς το παλάτι. Και να, η προσοχή του έπεσε αμέσως στην πριγκιπισσούλα Μελένια την Καραμελένια. Χόρευε μαζί με τους φίλους της και φαίνονταν όλοι ευτυχισμένοι. Πεταλούδες κουβαλούσαν ένα υπέροχο λουλουδένιο στεφάνι και το έβαζαν στο κεφάλι της Μελένιας! Πόσο την μισούσε! Ήταν τόσο φωτεινή και την περιέβαλλαν τόσα πολλά χρώματα. Του ξέφυγε ένα μικρό σύννεφο καπνού από το δεξί του ρουθούνι…

Η Γλίτσα η Λίτσα κατάλαβε αμέσως τι έγινε, τον έσπρωξε μακριά από το παράθυρο και του είπε: «Είμαι σίγουρη πως είναι ψεύτικη. Το φως που βλέπετε δεν είναι αληθινό. Βάζουν έναν καθρέφτη για να φαίνεται φωτεινή. Αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να ξεκινήσετε έναν νέο πόλεμο μαζί της. Και όταν νικήσουμε, θα φέρουμε την ίδια την πριγκιπισσούλα εδώ, στο δικό μας παλάτι, για να μας καθαρίζει τον πύργο!»

Έτριψε τότε με κακία τα γλοιώδη χέρια της.

«Ένας πόλεμος τώρα, με τους περισσότερους υπηκόους μου να έχουν χαλασμένα δόντια, δεν θα με συνέφερε» απάντησε στοχαστικά ο Φαφλατάκος.

«Θα ξεκινήσουμε με σχέδιο πονηρό
Κακό και μοχθηρό
 Θα ρίξουμε λάσπη στο βασίλειο του Φωτός
Για να μην γίνεις, κακιότατε, αμέσως τσακωτός!»

Και έτσι και έγινε. Από την επόμενη ημέρα κιόλας, άρχισαν να εκτοξεύονται τόνοι λάσπης από το βασίλειο του δράκου μέσα στο βασίλειο του Φωτός. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Φαφλατάκος έστελνε τεράστιες μύγες για να βρομίζουν τον τόπο. Κάθε μέρα, οι υπήκοοι της Μελένιας καθάριζαν την βρομιά, αλλά η λάσπη συνέχιζε να έρχεται.

«Αυτός ο δράκος δεν είναι φοβερός
Είναι απλά πονηρός
Λάσπη ρίχνει και μας βρομίζει
Όλο εδώ θα τριγυρίζει» μονολογούσαν με παράπονο οι υπήκοοι.

Ακόμη και τα σύννεφα λυπήθηκαν για αυτό που περνούσε το βασίλειο του Φωτός και κάθε μέρα ρίχνανε βροχή.

«Θα ρίξουμε μπόλικη βροχούλα
Για να μην στεναχωρηθεί η πριγκιπισσούλα
Οι δρόμοι θα καθαρίσουν στην στιγμή
Τέλος οι ανεσταγμοί!»

Κάθε βράδυ, ο Φαφλατάκος φώτιζε τον πύργο με εκτυφλωτικά φώτα. Κάτι τεράστια μεγάφωνα επαναλάμβαναν συνεχώς μια τσιρίδα: ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗ ΔΡΑΚΟ! Έβαζε τότε, στο ψηλότερο σημείο του πύργου, και μια χάρτινη φιγούρα δράκου την οποία κινούσε ο αέρας. Έτσι, φαινόταν τεράστιος και πιο τρομακτικός από ότι ήταν στ’ αλήθεια. Αλλά μπορούσε και να αποσύρεται σ’ έναν δίδυμο, μυστικό πύργο και να κρύβεται, ώστε να μην δει κανείς πώς έμοιαζε στην πραγματικότητα.

Στο παλάτι της, η Μελένια η Καραμελένια συγκάλεσε συμβούλιο. Ο δράκος είχε κάνει άνω κάτω το βασίλειό της. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος ο πόλεμος που είχε γίνει παλιά να επαναλειφθεί. Ήξερε πως ο δράκος λειτουργούσε με βάση τον φθόνο, την κακία και τη ζήλεια. Ήταν πρακτικά αδύνατο να κάνει το καλό.

Η κατάσταση είχε γίνε αφόρητη. Σαν να μην έφταναν οι τόνοι λάσπης, η Γλίτσα η Λίτσα είχε γεμίσει τα πεζοδρόμια και το παλάτι με μεγάλες ποσότητες πράσινης γλίτσας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δρόμοι να γλιστράνε και το παλάτι να μοιάζει με πράσινο, μουχλασμένιο τυρί.

«Είμαι η Γλίτσα η Λίτσα
Τους δρόμους θα βρομίσω
Μέχρι να παραδοθούν, δεν θα σταματήσω» τραγουδούσε κακιασμένα.

Έτσι, λοιπόν, έφτασαν τα Χριστούγεννα και όλη αυτή η επίθεση στο βασίλειο του Φωτός συνεχιζόταν ακόμη.  Ο Φαφλατάκος, ο δράκος, είχε αποφασίσει να εφαρμόσει σκληρότερα μέτρα για να πραγματοποιήσει το σχέδιο του. Και, φυσικά, μέσα σε αυτό ήταν να χαλάσει και την καλή εικόνα της Μελένιας της Καραμελένιας. Στόχος του ήταν να την παρουσιάσει ως υπεύθυνη για τον πόλεμο. Και να την μισήσουν όλοι στο βασίλειο της. Έβραζε στην κυριολεξία μέσα του από την κακία.

«Τον τρόπο θα σκεφτώ
Δεν χρειάζεται να βιαστώ
Στον πύργο μου θα κλειστώ
και με κακία θα εργαστώ» έλεγε ξανά και ξανά στην Γλίτσα την Λίτσα.

Η Μελένια η Καραμελένια είχε κλειστεί και εκείνη στο παλάτι της. Αυτή η επίθεση που δεχόταν ήταν σκοτεινή και βρομερή. Αλλά δεν θα υποχωρούσε. Δεν θα παρέδιδε το βασίλειο της σε κανέναν, πόσο μάλλον σε έναν τεμπελάκο, μικρόσωμο δράκο.

Όποιος ζητάει πολέμους, έρχεται το τέλος του… μονολογούσε και επαναλάμβανε αυτή τη φράση συνεχώς.

Μια ημέρα, εκεί που βημάτιζε πέρα δώθε στο παλάτι, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο πιστός της φίλος, ο Γεώργιος.

«Πριγκιπισσούλα μας, πρέπει να βγεις να δεις τι συμβαίνει έξω» της είπε, με ανήσυχο βλέμμα. Η Μελένια η Καραμελένια υπάκουσε και βγήκε έξω από το παλάτι, τρέχοντας. Ένας στρατός από ακρίδες χοροπηδούσε μέσα στο βασίλειο και φώναζε, γελώντας δυνατά: «Η Μελένια η Καραμελένια δεν θέλει το καλό σας. Σας αφήνει να ζείτε μέσα στη λάσπη και στη γλίτσα». Ταυτόχρονα, το σμήνος των πράσινων εντόμων καταβρόχθιζε όλα τα φυτά.

«Η πριγκίπισσά σας δεν αξίζει μία. Παραδοθείτε στον δράκο» έλεγαν και χοροπηδούσαν ακόμη πιο ψηλά.

Εεε, αυτό ήταν! Το κακό είχε παραγίνει!

Η πριγκιπισούλα μπήκε στο παλάτι, απογοητευμένη και πολύ λυπημένη. Την είδε ο Γεώργιος και της είπε: «Θυμάσαι τι λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά;»

«Ναι» απάντησε εκείνη και έσκασε ένα φωτεινό χαμόγελο, καθώς θυμήθηκε το ρητό τους. «Μπορεί το αλεπουδάκι να είναι εκατόν ένα όταν η αλεπού είναι εκατό;»

«Όχι, δεν μπορεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πιστέψεις στον εαυτό σου. Στηρίξου στην καλοσύνη και το μυαλό σου και θα βρεις τη λύση» της είπε και την έσφιξε στοργικά στην αγκαλιά του.

Μπήκε και ο Φεβρουάριος και η κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη. Ο δράκος έτριβε τα χέρια του από την κακία και από την χαρά του. Πίστευε πως είχε κάνει την Μελένια να χάσει την αυτοπεποίθηση της.

«Αυτό που έρχεται θα είναι πολύ χειρότερο» είπε με κακία στην Γλίτσα την Λίτσα.

«Τι άλλο θα κάνουμε, κακιότατε;» ρώτησε με ενθουσιασμό η Γλίτσα η Λίτσα.

Η επόμενη φάση του σχεδίου ήταν να φυτέψει στα σύνορα των δύο βασιλείων λουλούδια -γεμάτα, όμως, με αγκάθια- τα οποία θα ανέδιδαν υπέροχα αρώματα. Οι υπήκοοι του βασίλειου του Φωτός δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν στη φανταστική μυρωδιά. Όσοι θα προσπαθούσαν να κόψουν μερικά, θα τους τρυπούσαν τα αγκάθια. Επίσης, κάθε βράδυ θα έστελνε τεράστιες πυγολαμπίδες ακριβώς επάνω από το παλάτι της Μελένιας. Το δυνατό φως θα προκαλούσε αυπνία στο παλάτι και θα μάραινε τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα του βασιλικού κήπου.

Όταν έφτασε το καλοκαίρι, ο δράκος αποσύρθηκε στον δίδυμο, μυστικό του πύργο. Πίστευε πως μπορούσε πια να εξαπατά τους πάντες και, φυσικά, είχε την ψευδαίσθηση πως θα έμενε για πάντα ασφαλής. Κανείς δεν θα τον έβρισκε εκεί. Η πράσινη γλίτσα, όμως, και τα σκουπίδια στα μπαλκόνια, τον είχαν προδώσει. Η Μελένια η Καραμελένια ήξερε πολύ καλά πού κρυβόταν η μικρή, δειλή σαύρα. Αλλά είχε αποφασίσει να προσποιηθεί πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Με αυτόν τον τρόπο, άφηνε τον δράκο να εκτεθεί ανεπανόρθωτα.

Η Μελένια ήξερε πως ο δράκος έπαιρνε ικανοποίηση και χαρά από το χάος που δημιουργούσε ξανά και ξανά. Έκανε τα πάντα για να τραβήξει την προσοχή των άλλων επάνω του, αλλά και για να τους τρομοκρατήσει. Από το πρωί ως το βράδυ, δηλητηρίαζε τη ζωή στα δύο βασίλεια. Δεν άξιζε τον χρόνο και την ενέργεια κανενός. Είχε βρει τη λύση και ήταν πραγματικά πολύ απλή: Έπρεπε να εκδιωχθεί με αγάπη!

Το βλέμμα της Μελένιας έπεσε πάνω στο μενταγιόν της και ψέλλισε: Δεν ζεις χωρίς αγάπη. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί της λύσης.

Μπήκε επίσημα ένας καινούργιος χειμώνας. Η Μελένια η Καραμελένια έδωσε εντολή να μαζευτούν όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου του Φωτός έξω από το παλάτι. Έτσι και έγινε.

«Καλημέρα σας, αγαπημένοι μου υπήκοοι. Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, εδώ και μήνες αντιμετωπίζουμε έναν τρομερό κίνδυνο. Τον δράκο που, μέσω της πονηριάς του, προσπαθεί να μας πάρει ό,τι δικαιωματικά μας ανήκει. Τη γη μας. Κυρίως, όμως, αυτό που προσπαθεί να πετύχει είναι να μας κάνει μίζερους, όπως είναι αυτός. Αλλά εμείς είμαστε γεμάτοι από φως και χαρά και καλοσύνη! Υποταχθήκαμε στην κακία του δράκου για πολύ καιρό. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να τον αντιμετωπίσουμε».

«Πώς θα τον νικήσουμε;» ρώτησε το πλήθος.

«Με αγάπη» απάντησε η πριγκιπισσούλα και έκλεισε πονηρά το δεξί της μάτι.

Έτσι και έγινε. Με μοναδικό τους όπλο την αγάπη και την καλοσύνη που είχαν μέσα τους, οι υπήκοοι ξεκίνησαν για το βασίλειο της Λάσπης. Φώναζαν όλοι ενωμένοι: «Με το καλό θα νικήσουμε το κακό».

Όταν έφτασαν στο βασίλειο της Λάσπης, όλη αυτή η αγάπη άρχισε να μετατρέπει τους βούρκους και τους δρόμους, που ήταν γεμάτοι λάσπες και σκουπίδια, σε πανέμορφους, λουλουδιασμένους κήπους. Η συννεφιά άρχισε να φεύγει, καθώς κατευθύνονταν προς το παλάτι.

Ο δράκος, δεν μπορούσε να αντέξει όλην αυτήν την ομόνοια και την αγάπη. Ούτε μπορούσε πια να κρύβεται στον μυστικό του πύργο. Τον είχαν ανακαλύψει! Έτσι, συρρικνώθηκε ακόμη πιο πολύ και έγινε μια μικροσκοπική, πράσινη σαύρα, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Και άρχισε να κλαίει γοερά.

Αυτό ήταν. Ο πόλεμος είχε τελειώσει και η Γλίτσα την Λίτσα υποχρεώθηκε να καθαρίσει τις βρομιές που είχε δημιουργήσει.

«Με το καλό και με το κακό
Το βασίλειο θα καθαρίσεις
Τα πλακάκια των δρόμων θα γυαλίσεις
Θα είναι όλα φωτεινά και καθαρά
Αλλιώς, θα σου τραβήξουμε τα αφτιά» της φώναζαν όλοι στο βασίλειο του Φωτός.

Αλλά την βοήθησαν και τα συννεφάκια και τα ποταμάκια που έριξαν χαρούμενα νερό στους δρόμους.

Το βασίλειο του Φωτός ήταν πλέον πιο καθαρό, πιο ενωμένο και πιο αγαπημένο από ποτέ. Ο δράκος, τελικά, μετάνιωσε για τα λάθη του και δώρισε πενήντα σακιά με χρυσάφι στο βασίλειο του Φωτός, με σκοπό να επιδιορθωθούν οι δρόμοι και το παλάτι. Μάλιστα, αφού η Μελένια τον συγχώρεσε, βρήκε ξανά λίγο από το χαμένο του μπόι! Και από τότε, κάθε χρόνο, πήγαινε μαζί με τους υπηκόους του σε όλες τις γιορτές του βασιλείου του Φωτός και ξεφάντωναν όλοι μαζί παρέα. Σε αυτές τις γιορτές, έτυχε να τον δουν μέχρι και να χαμογελά! Αν και συνέχισε να τρώει πολλά γλυκά, αποδείχθηκε πως ήταν ο καλύτερος χορευτής του βασιλείου.

Η Μελένια, με τη σειρά της, παντρεύτηκε τον Βασιλικό που ευωδίαζε και μοίραζε χαρά σε όλους όσους βρίσκονταν κοντά του.

Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!


Παρόμοια άρθρα:

Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Instagram, Facebook και Spotify για περισσότερη έμπνευση.

Giving Sight by Beasty-Press // Giving Sight The Project 

1 COMMENT

Comments are closed.