Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις το βιβλίο «Ναρκωμένες αναμνήσεις» του Patrick Modiano σε μετάφραση Αλεξάνδρας Κωσταράκου. Πρόκειται για μια σύντομη νουβέλα όπου ο αφηγητής φέρνει στο φως αναμνήσεις 50 χρόνων πριν, όταν εκείνος ήταν μαθητής στο Παρίσι. Το έργο δεν αποτελεί μόνο μια απλή αποτύπωση της φυσιογνωμίας του Παρισιού την δεκαετία του ’60, αλλά παράλληλα είναι μια περιήγηση στους δρόμους του νου του αφηγητή, εκεί όπου βρίσκονταν χρόνια κρυμμένες μνήμες, στιγμές και πρόσωπα που άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο στιγμάτισαν την ζωή του. Συγχρόνως στο παρόν έργο παρατηρούμε μια σειρά από αυτοβιογραφικά στοιχεία του σπουδαίου νομπελίστα.
Όλα ξεκινούν όταν ο ήρωας της ιστορίας βρίσκεται στην ηλικία των είκοσι ετών, όταν μέσω των νυχτερινών του περιπλανήσεων προσπαθεί να ανακαλύψει νέους τόπους, νέα πρόσωπα και παράλληλα να ανακαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό. Επαναφέροντας στην επιφάνεια αναμνήσεις του προσπαθεί να τους αποδώσει ερμηνείες γίνεται δημιουργός ενός χάρτης που δεν έχει φυσικά και ρεαλιστικά όρια, έχει μοναδική πυξίδα το νου και την ψυχή του. Ο αφηγητής μας παρουσιάζει τις γυναίκες που καθόρισαν και χάραξαν με ανεξίτηλο τρόπο τη ζωή του (Ζενεβιέβ Νταλάμ, Μιρέιγ Ουρουσόφ, Μάρτιν Χέιγουρντ, κ. Υμπέρσεν, η σύζυγός του Ροζέ Φάβαρ). Επίσης μας περιγράφει τις συναντήσεις τους. Πρόκειται για πρόσωπα που την στιγμή που μας τα αφηγείται είναι για κάποιο λόγο κάθε φορά απόντα από τη ζωή του.
Η εμπλοκή ενός οικείου προσώπου σε μια υπόθεση δολοφονίας ενός εξίσου οικείου του προσώπου είναι κάτι που τον στοιχειώνει για αρκετά χρόνια. Το αστυνομικό στοιχείο που εισάγεται στην αφήγηση ενισχύει το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια συναρπαστική νουβέλα που είναι δείγμα της νοσταλγίας για τα χαμένα χρόνια του παρελθόντος. Αναδεικνύεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη αδυναμία αναίρεσης της πραγματικότητας. Οι έννοιες του τόπου και του χρόνου είναι καθοριστικές για την ερμηνεία των αναμνήσεων μας.
«Προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις αναμνήσεις μου. Καθεμιά τους είναι ένα κομμάτι του παζλ, αλλά λείπουν πολλά, κι έτσι κάθε κομμάτι είναι απομονωμένο. Κάποιες φορές, καταφέρνω να συναρμολογήσω τρία ή τέσσερα, όχι περισσότερα. Οπότε σημειώνω τα αποσπάσματα που έρχονται άτακτα στο μυαλό μου, λίστες ονομάτων ή φράσεις, πολύ σύντομες. Εύχομαι αυτά τα ονόματα, σαν τους μαγνήτες, να τραβήξουν κι άλλα ονόματα στην επιφάνεια, κι αυτές οι αποσπασματικές φράσεις να σχηματίσουν παραγράφους και κεφάλαια που θα διαδέχονται το ένα το άλλο.»