«Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι». Αυτή ήταν και η μοναδική έκφραση που γνώριζα από το δοκίμιο του Albert Camus «το καλοκαίρι», πριν το πιάσω στα χέρια μου αυτό το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020.
Ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο Οράν της νιότης του. Ο ήλιος καίει αμείλικτα την έρημο, την Αλγερία και τις καρδιές των ανθρώπων. Στα μέρη αυτά η θάλασσα δεν νικά, το δροσερό αεράκι του δειλινού είναι προϊόν των παραμυθάδων και το κυνήγι στης ευτυχίας δεν σταματά προσωρινά, όπως συμβαίνει συχνά στην δική μας μεριά της Μεσογείου. Το μοναδικό καταφύγιο της κάθε μιας… να μην πάψει να ελπίζει κόντρα στο παράλογο του πεπρωμένου της. Για τα μύχια των σκέψεων ενός υπαρξιστή, «το καλοκαίρι» ήρθε πολύ παρήγορα στην ψυχή μου ένα βροχερό σαββατοκύριακο στα παράλια της Χαλκιδικής.
«Δεν υπάρχουν πια έρημοι. Δεν υπάρχουν πια νησιά. Αισθάνεσαι όμως την ανάγκη τους». 67 χρόνια μετά την πρώτη καταγραφή αυτής της σκέψης, μπορώ να την αντιληφθώ, ίσως πολύ καλύτερα από άλλες του Καμύ. Ο ξένος και η πανούκλα της άνοιξης έδωσαν την θέση τους στο μη-ελληνικό καλοκαίρι των άδειων νησιών, των γεμάτων πόλεων και των έρημων ξωκλησιών. Αναγκασμένες να αλλάξουμε τις συνήθειες μας, ξεχάσαμε πως το μακριά και το κοντά είναι έννοιες σχετικές. Ξεχάσαμε πως η θάλασσα, το βουνό, η πλατεία θα είναι εκεί και μετά από την ομίχλη που τύλιξε την φετινή μας ραστώνη.
«Κλείστε το παράθυρο, είναι τόσο όμορφα!». Ο Καμύ αποδίδει την φράση στον ετοιμοθάνατο Φλωμπέρ. Εγώ πάλι, με θράσος θα την μεταφέρω στα στόματα όλων μας! Ή μάλλον στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η σιγουριά της βουκαμβίλλιας που ανθίζει φούξια στο σοκάκι, το γιασεμί που από τις επτά αρχίζει να «φωνάζει» στις αυλές, οι ίσκιοι που χορεύουν ώσπου να χαθούν στο τέλος του ουρανού ή στην αρχή της θάλασσας, η μονιμότητα του κόσμου έξω από την εποχή της πανδημίας… 6 μήνες αρκούν για τα λειτουργήσει ο ρομαντισμός. Ήταν τόσο όμορφα. Δεν θέλω να θυμάμαι.
«Ξέρετε τι θαυμάζω πιότερο στον κόσμο; Την ανυμποριά της δύναμης να θεμελιώσει κάτι.». « Τι νόημα έχει ο Προμηθέας για τον σημερινό άνθρωπο;». Μέχρι την σελίδα 53 αρχίζεις να καταλαβαίνεις γιατί ο Καμύ είναι φιλόσοφος. Κάπου εδώ είναι που αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί δεν είμαι και γω ή ίσως πάλι πως με την πρώτη ευκαιρία θα ήθελα να επισκεφθώ το Οράν και το Αλγέρι με οδηγό τα λόγια αυτού που ξέρει πώς να δίνει νόημα σε κάτι που δεν το φέρει εγγενώς.
«Η τραγικότητα του μεσογειακού ήλιου είναι εντελώς διαφορετική από την τραγικότητα στις χώρες της ομίχλης». Δεν ξέρω αν αυτό με παρηγορεί ή αν με θλίβει περισσότερο. Ξέρω πως η εποχή μας θρέφει, όντως, την απελπισία και την ασχήμια, την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα, δηλητηριάζει σχέσεις και καίει συνειδήσεις. Αρκεί, ωστόσο, αυτό για να σταματήσει τον κόσμο από το να ξανά ξεκινά κάθε μέρα( είτε στην Τιπαζά είτε στην Λάρισα είτε στο Παρίσι); Νομίζω πως ακόμα έχουμε μια πνοή πριν πεθάνει και αυτό το καλοκαίρι, πριν δύσει ο ήλιος του νοήματος μας. Κι ας μην πιστεύω πως υπάρχει πραγματικά νόημα. Όπως και να το κάνουμε η αναζήτηση του έχει πλάκα!
Παρόμοια άρθρα:
- «–Τετέλεσται! Κι ήταν σα να ’λεγε: Όλα αρχίζουν», Νίκος Καζαντζάκης
- Η Ρομαντική Φρίκη Της Λολίτας Και Ο Ναμπόκοφ
Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Facebook και Instagram
[…] Καλοκαίρι Υπαρξισμού […]
[…] Καλοκαίρι Υπαρξισμού […]
Comments are closed.