Τα αστυνομικά θρίλερ είναι σίγουρα μετρημένα στα δάχτυλα κι έτσι μας είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε και να αναδείξουμε μέσα από αυτά το L.A. Noire (2011), ένα παιχνίδι διαφορετικό από τα άλλα, το οποίο, αρκετά πρόσφατα μάλιστα, κυκλοφόρησε και ως remastered (2017). Τι μας έκανε όμως να το ξεχωρίσουμε; Τι ακριβώς το κάνει μοναδικό;
Βασικό και “σαγηνευτικό” στοιχείο του παιχνιδιού αποτέλεσε το storyline του. Ο Cole Phelps, πρώην βετεράνος πεζοναύτης του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ξεκινά την καριέρα του ως αστυνομικός και έπειτα από μερικές “εύκολες” υποθέσεις που του τυχαίνουν προάγεται στη θέση του ντετέκτιβ. Αρχικά, ασχολείται με τις οδικές υποθέσεις (Traffic Desk), έπειτα προάγεται στο γραφείο ανθρωποκτονιών (Homicide Desk), μετά στο γραφείο υποθέσεων με ναρκωτικά (Vice Desk) και τέλος αναλαμβάνει τις υποθέσεις εμπρησμού (Arson Desk). Η αρχική προαγωγή του, ωστόσο δεν θα του βγει σε καλό, όμως αυτό αφήνουμε να το ανακαλύψετε εσείς! Πρόκειται για μια πλοκή η οποία εκτός από το να μας βυθίσει πλήρως στην ιστορία του Cole και να μας “ντύσει” με τη στολή του ντετέκτιβ, καταφέρνει να ενσωματώσει αληθινά και ιστορικά γεγονότα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εκτός απ’ τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου, στο παιχνίδι υπάρχουν και ανεξιχνίαστες αστυνομικές υποθέσεις που εκείνη την εποχή προκάλεσαν σοκ και τρόμο στα σπίτια και τους δρόμους του πολυσύχναστου Λος Άντζελες. Ένα πραγματικά λεπτομερές και προσεγμένο storyline που καταφέρνει να παρουσιάσει τις συνθήκες και τη ζωή στην πόλη των Αγγέλων του 1947 με αξιοσημείωτο ρεαλισμό.
Προχωρώντας, μπορούμε να πούμε ότι τα controls δεν ήταν το δυνατό χαρτί του παιχνιδιού. Παρόλο που στην εξιχνίαση εγκλημάτων και στις ανακρίσεις οι χειρισμοί ήταν απλοϊκοί και εύκολοι, το κομμάτι του shooting αλλά κυρίως τα car chases αποτέλεσαν πρόβλημα αφού τα controls ήταν αρκετά πολύπλοκα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, ο χειρισμός του αυτοκινήτου στα car chases κατέληξε να είναι πολύ δύσκολος και ενοχλητικός παρά ευχάριστος, ενώ μια λάθος κίνηση μπορούσε να κοστίσει στον παίκτη.
Τα γραφικά ήταν άλλο ένα στοιχείο που ανέβασε ψηλά το παιχνίδι. Φυσικά τα περισσότερα παιχνίδια έχουν άριστα γραφικά όπως και το συγκεκριμένο, ωστόσο η Rockstar μας αιφνιδίασε εισάγοντας στο παιχνίδι καινοτόμες και επαναστατικές για την εποχή τεχνολογίες πάνω στο facial animation. Το γνωστό MotionScan, όπως το ονομάζει, αποτελεί τεχνική κατά την οποία το πρόσωπο του ηθοποιού σκανάρεται και περνάει απευθείας στον υπολογιστή κι έπειτα στο παιχνίδι ως έχει. Συνεπώς, οι χαρακτήρες του παιχνιδιού καθώς και κάθε τους κίνηση είναι 100% αληθινή εφόσον πρόκειται για ηθοποιούς που έπαιζαν κανονικά τους ρόλους τους, γεγονός που δίνει την εντύπωση ότι ο πρωταγωνιστής μας (και έμμεσα εμείς) μιλάει σε αληθινά πρόσωπα.
Κλείνοντας με την κατηγορία του design και της σκηνοθεσίας πρέπει να αναφέρουμε ότι το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, μέσα από τον οποίο ακμάζει η εμπειρία του αστυνομικού θρίλερ την οποία επιζητά να αναδείξει το παιχνίδι. Η πολυπλοκότητα των εγκλημάτων, καθώς και η γραμμικότητα με την οποία ανακαλύπτει ο παίκτης το παρελθόν του Cole αποτελούν μερικά απ’ τα βασικότερα στοιχεία του design. Αξιοπρόσεκτες είναι και οι σκηνές ανάκρισης κατά τις οποίες ο παίκτης καλείται να πάρει στο χέρι το μπλοκάκι του ντετέκτιβ και παρατηρώντας τις εκφράσεις των υπόπτων να αναγνωρίσει εάν αυτοί λένε αλήθεια ή ψέματα. Όσο περισσότερα λάθη τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να ανακαλύψει τον αληθινό ένοχο ο Cole. Τέλος, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το soundtrack του παιχνιδιού το οποίο στο σύνολό του διαθέτει ένα ύφος κλασσικής Jazz, το οποίο συναντάμε στα περισσότερα Film Noir της εποχής, απ’ τα οποία είναι εμπνευσμένο και το παιχνίδι.