Τα μελαγχολικά δειλινά του φθινοπώρου, με το λοξό φως να μπαίνει από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα, ο χρόνος περνάει στην ακινησία. Η σιωπή υποχωρεί από τον ήχο ξεχασμένων τραγουδιών στο πικάπ κι εγώ διαβάζω τις επιστολές της Emily Dickinson στην Susan Gilbert.
Σκέφτομαι πόσο παράξενα είναι τα χείλη των ποιητών. Όταν αφήνουν τις λέξεις να κυλούν αφυπνίζουν τόσα χρώματα μέσα μας, μπερδεύουν τις αισθήσεις μας. Ξαφνικά, λες και η θλίψη παίρνει μορφή μελωδίας. Ο έρωτας εσωτερικεύεται στις παύσεις, στα αποσιωπητικά τους και ξαποσταίνει λιγάκι στις τελείες τους.
Emily Dickinson και Susan Gilbert
Η Emily Dickinson κάποτε δεν ήθελε να μεγαλώσει. Όταν αυτό συνέβη, θέλησε να πετάξει το όνομά της μαζί με όσες ταμπέλες κοινωνικού καθωσπρεπισμού παρέσυρε αυτή η πράξη. Λιμοκτονούσε η ψυχή της για έρωτα. Ένιωθε το βάρος των ημερών που περνούσαν σε κάθε εκατοστό του κορμιού της και αργά, βούλιαζε στην μοναξιά του δωματίου της.
Σε διάφορα άρθρα που κατά καιρούς διάβαζα, η σχέση των δύο γυναικών περιγράφεται ως φιλική. Είχαν κοινές αγάπες, όπως τη λογοτεχνία, την ποίηση, και την κηπουρική. Φυσικά, είτε ρωτήσεις έναν μέσο πολίτη της βικτωριανής εποχής, είτε έναν του εικοστού πρώτου αιώνα, η απάντηση για τον προσδιορισμό της σχέσης τους θα είναι, πιθανόν, παρόμοια. Δυο γυναίκες για κάποιον λόγο που προκαλεί πολλά eye-rolling, μπορεί να είναι φίλες, αδελφές, ξαδέλφες αλλά σίγουρα όχι ερωμένες. Στην παρούσα περίπτωση, η Σούζη έγινε νύφη της Emily, αλλά ανάμεσά τους σχηματίστηκε μια μικρή καρδούλα που χτυπούσε διακριτικά και κυρίως, ερωτικά, στο βικτωριανό Άμχερστ.
Οι επιστολές
Κάπου ανάμεσα στις καταρρακτώδεις βροχές και την αναμονή μέχρι να παραλάβει γράμμα από την αγαπημένη της Σούζη, ένιωθε τα σωθικά της να σέρνονται και, ασυγκράτητα, τις σκέψεις να την πλημμυρίζουν. Της έγραφε ξανά και ξανά, εκδηλώνοντας την αγάπη της. Έθιγε το ζήτημα της μοναξιάς, η οποία συγκρούονταν με των εσωτερικό της κόσμο. Ενώ γύρω της υπήρχαν μονάχα τα έπιπλα και η νεκρή ύλη την περιστοίχιζε, μέσα της υπήρχε ένας κήπος συναισθημάτων. Ξυπνούσε και κοιμόνταν με την ελπίδα ότι κάπου μακριά, η Σούζη υπάρχει. Ήταν όμως αρκετό αυτό;
Είναι μικρό πράγμα να πει κανείς πόσο μόνος αισθάνεται -οποιοδήποτε μπορεί να το κάνει- αλλά να φοράς την μοναξιά, δίπλα στην καρδιά σου, επί εβδομάδες όταν κοιμάσαι, και όταν ξυπνάς να φλέγεται από αυτό που σου λείπει, αυτό, δεν μπορεί να ειπωθεί, και με προβληματίζει.
Ονειρεύονταν ότι με τα πινέλα δημιουργούσε πίνακες, με σκηνικά έρημα. Με ανθρώπους να κλαίνε και να νιώθουν ανακούφιση στην συνειδητοποίηση ότι άφησαν πίσω μίαν αγάπη που μονάχα μοναξιά τους γέμιζε.
Θα ζωγράφιζα ένα πορτρέτο το οποίο θα προκαλούσε δάκρυα, αν είχα τον καμβά γι’αυτό, και το τοπίο θα ήταν ερημικό και η μορφή -έρημη- και το φως και οι σκιές η καθεμία μια μοναξιά.
Διαβάζοντας τις επιστολές, ένιωθα μια αμηχανία. Ήταν σαν να βρίσκομαι μπροστά σε μία εξομολόγηση βαθιά ρομαντική και τρυφερά ερωτική. Η αμηχανία σύντομα μετατρέπονταν όμως σε αγωνία για το αν η αγάπη που εκφράζονταν είχε ανταπόκριση.
Η γραφή της Emily Dickinson
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ποίηση της Emily Dickinson, πολλές φορές φαντάζει σχεδόν ασθματική. Οι παύλες και τα κόμματα προσδίδουν ένταση, σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει και την τελευταία σταγόνα έμπνευσης. Ο αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί το πόσο έντονη ήταν η ψυχική κατάστασή της, όταν έγραφε. Πόσο πλημμυρισμένη ένιωθε από συναισθήματα και σκέψεις τις οποίες προσπαθούσε να αποτυπώσει στο χαρτί.
Σε αγαπώ τόσο τρυφερά, Σούζη, όσο η αγάπη που πρωτάρχισε στα σκαλοπάτια της εξώπορτας… και καμιά φορά σπάει η καρδιά μου, όταν δεν έχω νέα σου. Σε επιθύμησα, οδύρομαι για σένα, περπατώ στους δρόμους μόνη, συχνά τις νύχτες.
Στην Emily Dickinson σίγουρα δεν άρεσε να ζει δυνατά. Ζούσε σιωπηλή, όσο μέσα της εκρήξεις δημιουργικότητας διάνθιζαν τον έρωτά της. Και όταν η Σούζη τής ζητούσε περισσότερη αγάπη, τότε εκείνη αναρωτιόταν, πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν να γίνει πιο αγαπητός κάποιος που ήδη αγαπάς τόσο πολύ;
Ίσως μονάχα, αν μας επιτρέψει, να τον αγαπήσουμε κάθε βράδυ και κάθε πρωί από την αρχή.
Αντί επιλόγου
Η ρυθμική μαγεία που δημιουργεί η Emily Dickinson χάραξε πολύ έντονα την εφηβεία μου. Κάθε φορά που ανακαλύπτω ένα κείμενο ή κάποιο ποίημά της για πρώτη φορά βιώνω την ίδια ανατριχίλα. Καταφέρνει να εντοπίσει κάποια ίνα της ψυχής μου, που δεν ήμουν ούτε η ίδια σίγουρη για την ύπαρξή της. Καταλήγω, στο ότι η Emily έγινε ένα μικρό κομματάκι μου που με την μελαγχολία του φθινοπώρου ανθίζει. Η Emily έγινε αγαπημένη συνήθεια μαζί με τον απογευματινό καφέ, ενώ το κείμενο αυτό έγινε παραπάνω ρομαντικό από όσο υπολόγιζα.
Μπορείς να διαβάσεις τις επιστολές στο βιβλίο Έμιλυ Ντίκινσον, θεά του ηφαιστείου, της Δέσποινας Λαλά-Κριστ. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη.
Παρόμοια άρθρα:
- Dickinson: η τηλεοπτική φεμινιστική και κωμική ματιά στη ζωή της Ντίκινσον
- Η αγάπη μέσα από την ποίηση
- Ο ανεκπλήρωτος έρωτας
- Φιλιόμαστε; Τα πιο όμορφα queer φιλιά
Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Facebook, Instagram και Spotify για περισσότερη έμπνευση.