Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που ξεκίνησα κιθάρα. Η ζωή μου σαν να φωτίστηκε τότε. Δεν ήξερα ακόμη να παίζω κάποιο κομμάτι, απλώς την γρατζουνούσα. Και για έναν περίεργο λόγο ένιωθα ευτυχισμένη. Ξυπνούσα κάθε μέρα, πήγαινα στο σχολείο και απλώς ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι για να αγγίξω για ακόμη μία φορά την ευτυχία. Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου που κάθε βράδυ την τοποθετούσα δίπλα στο κρεβάτι μου ώστε να παίζω σιγανά κάτι πρόχειρο, απλά ίσως να αγγίξω τις χορδές της όλη νύχτα για να νιώθω πως είναι ασφαλής. Το καλύτερο νανούρισμα που μπόρεσα ποτέ να συνθέσω ήταν εκείνες οι νυχτερινές, τυχαίες, μα τόσο πηγαίες μελωδίες. Ίσως ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου ως τώρα να ήταν όταν πρωτοαντίκρισα την κιθάρα μου. Κανέναν εντυπωσιασμό δεν διέθετε. Απλή στην όψη, μα στο άκουσμα διέφερε από πολλές. Το όνομά της; Ελευθερία. Απλώς ένιωθα ελεύθερη όταν άγγιζαν τα δάχτυλά μου τις χορδές, σαν να μεταφερόμουν σ’έναν άλλο κόσμο. Δεν ήμουν κάτι το τόσο ιδιαίτερο, κάποιο ταλέντο στη μουσική. Εγώ όμως ένιωθα ολοκληρωμένη.

Οι μελωδίες χάιδευαν απαλά την ψυχή μου, γινόμουν παιδί αφημένο στην αγκαλιά της μητέρας, ένιωθα οικειότητα, ένιωθα ξεχωριστή. Είναι εκείνη η αίσθηση ότι μπορείς να δημιουργήσεις κάτι, να κάνεις κτήμα σου κάτι αξιόλογο, να ανακαλύψεις γιατί ο άνθρωπος είναι το ανώτερο ον της γης. Να δεις πως το είδος μας δεν είναι ικανό μόνο για να καίει δάση, να απορρίπτει το διαφορετικό, να συνθλίβει το παρελθόν του και να μισεί από το να αγαπά. Τότε βλέπεις πως είσαι ικανός να γεννήσεις απ’την ψυχή σου κάτι όμορφο, όσο ωμός και σκληρός θέλεις να δείχνεις άλλοτε.

Κλείνω τα μάτια, δεν μιλώ, δεν φωνάζω, δεν κάνω τίποτε. Μονάχα ακούω. Αφουγκράζομαι. Σαν κάλεσμα σ’έναν Παράδεισο που τον ψάχνω ακόμη και μετά μανίας θέλω να δω, ο κάθε φθόγγος. Κάθε ήχος της πόλης είναι μία σύνθεση τραγουδιού. Αρκεί να θέλει να ακούσει πραγματικά κάποιος, παραμερίζοντας το άγχος, τις πληγές του ή ό,τι τον βασανίζει εσωτερικά. Μου ‘χε πει κάποτε μία καθηγήτρια “Μίλα μου για κάτι που αγαπάς” και δεν ταξίδεψε ο νους μου σε πρόσωπα. Απάντησα “Τη μουσική”. Γιατί; Γιατί είναι το καταφύγιό μου σε μια άτσαλη κοινωνία που κανείς ουσιαστικά δεν είναι ευγενής, στην ψυχή. Η μουσική τρυφερά με επαναφέρει στον εαυτό μου. Με κάνει να ξεχνάω ποια πρέπει να είμαι και βγάζει προς τα έξω ό,τι πραγματικά είμαι.

Μια μέρα η κιθάρα μου έσπασε. Δεν την πρόσεξα αρκετά. Όταν παραμελείς κάτι, τότε το χάνεις. Την έχασα κι εγώ. Έπεσε στο πάτωμα κι άνοιξε στα δύο. Έσπασε κι εμένα κάτι μέσα μου. Με ‘κείνη είχα μάθει όλα όσα ήξερα -όχι κάτι εντυπωσιακό- εκείνη, όμως, με βοήθησε να διανύσω μονοπάτια που τα πόδια μου δεν εδύναντο. Μπορεί για μερικούς να ‘ναι ένα απλό αντικείμενο, που δεν εμπεριέχει ψυχή. Μα σου μιλά στην ψυχή. Όταν αγαπάμε πραγματικά κάτι, το θεοποιούμε. Κι αυτό όταν δεν έχει να κάνει με άνθρωπο, δεν είναι διόλου κακό. Η αγάπη είναι η διέξοδος. Κι η μουσική ο σωστός δρόμος διαφυγής από την κοινή μας φυλακή. Ηρεμεί το νου, μαλακώνει την καρδιά, σου επιτρέπει να αισθάνεσαι πέρα από τις αισθήσεις σου. Πόσο σημαντική ‘κείνη της η ιδιότητα;

Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι είναι δώρο να μπορούμε να τραγουδάμε, να συνθέτουμε ή ακόμη και να χορεύουμε; “Όταν χορεύεις, το σώμα σου γράφει στη γη αυτό που θέλει να πει η ψυχή σου” είχε πει ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Μήπως έχει άδικο; Ο καθένας μέσα του έχει μια σπίθα. Η ψυχή του είναι σαν μια φλόγα. Η μουσική αυτή τη φλόγα την μετατρέπει σε φωτιά. Μια φωτιά που μόνο χαρά φέρνει. Συνδέει τα συναισθήματά μας με τον έξω κόσμο. Έχει παλμό, έχει ψυχή, έχει ζωή η μουσική. Πλάθεται κάθε μέρα με έμπνευση, με πόθο, με θλίψη, με πόνο. Κανένα ΝΤΟ δεν πάει χαμένο, καμία οκτάβα δεν ξεχνιέται. Πάντα όμως υπάρχει χώρος για κάτι νέο. Όπως οι αριθμοί είναι άπειροι και ποτέ δεν βρίσκεις τέλος, έτσι είναι και η μουσική :ατελείωτη. Αναλλοίωτη. Γεννιέται, μεγαλώνει, μα δε γερνά.

Συνεχώς, όσο εξασκείσαι, σκάβεις, ανακαλύπτεις. Βρίσκεις έναν ανεκτίμητο θησαυρό. Βρίσκεις εσένα και έπειτα βρίσκεις και τους άλλους. Ένας μονάχα ήχος σου δείχνει τον δρόμο για να ταξιδέψεις και αφότου ξεκινήσεις το ταξίδι αυτό, δεν υπάρχει γυρισμός. Ξεκινάς με αποσκευή μόνο την ψυχή σου, μερικές χορδές ή πλήκτρα και πίσω δεν γυρνάς. Ποιος, όμως, δοκίμασε, άγγιξε λίγο από αυτή την διαδρομή, από αυτό το ταξίδι και θέλησε ποτέ να γυρίσει πίσω;