Ο Αργύρης Χριστομάγνος μοιράζεται μαζί μας ποιήματά του

0

Ο Αργύρης Χριστομάγνος γεννιέται το 1980 στην Πάτρα. Το 1998 μετακομίζει στην Αθήνα, γνωρίζει το Heavy Metal (κύρια πηγή έμπνευσης) και μυείται στα βιβλία των Κλασσικών. Το 2004 τελειώνει το ΤΕΙ γραφιστικής. Αρχές του 2017 εκδίδει παλιά του χειρόγραφα σε μια πρώτη συλλογή και τέλη του ’17 τον «2ο Νόμο», ένα έργο 10 περίπου ετών. Ακόμα ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Τα παρακάτω ποιήματα ανήκουν στην δεύτερη συλλογή του.

Πόλη
———–
Να μην ξεχνάς, προτού στην Άβυσσο βαδίσεις
αυτής της πόλεως, στοιχειωμένης και θαμπής
ότι θα είν’ αργά πλέον για εξομολογήσεις
το σάπιο της κατώφλι άμα διαβείς.

Πάνω των μαύρων βασιλέων οβελίσκοι,
κάτω ποτάμια από αλύτρωτες ψυχές…
Κάθε που δάκρυα παν να υψώσουνε μια πίστη,
το κτήνος μέσα σου θα σπάει τις προσευχές.

Σαν μια σκιά που ίπταται πίσω απ’ τα δέντρα,
σου ενσταλάζει ότι είναι άχρηστοι οι φραγμοί.
Σπάσαν τα βέλη μες στης πείρας τη φαρέτρα
που θα εξαπέλυες την κατάλληλη στιγμή.

Εσύ είσαι η Πόλη και η Αυγή.

Όταν θα τρίζουν οι αρμοί της λογικής σου
και θα ουρλιάζεις στον καθρέφτη “έλα! θυμήσου
Αυτήν που κάθιζε τα έθνη στο σκαμνί!”

θα δεις πώς λιώνουν σαν αγάλματα οι νόμοι
στην καταιγίδα πριν την ύστατη συγνώμη.
Σ’ ένα υπόγειο κατάχαμα γυμνή

στα στήθη πάνω θα ζυγίζεις το Αντίο
και με τα νύχια σου θα σκίζεσαι στα δύο
γι’ αυτήν την Πόλη που έχτιζες, όμως ποτέ

πάνω απ’ τις στέγες της ακτίνα δεν θα λάμψει,
θα μείνει υπόγεια, ενώ εσύ διψάς για δράση
σε ουρανούς πάνω, αετέ μου φτερωτέ…

Κυκλώπειες πύλες γκρεμιστήκαν σε μια νύχτα,
που άλλοτε βάστηξαν τρανούς πολιορκητές!
κι από κρυφό εισβολέα που πίεσε τα πλήκτρα,
τα ξίφη κάτω αφήσαν οι υπερασπιστές.

Οίκοι αρχόντων κι εσύ απλέ λαέ της πόλης,
τώρα που υπάγεστε στους μάγους- βασιλείς,
προετοιμάστε τους εαυτούς σας, διότι μόλις
άνοιξε μπρος για σας ο δρόμος νέας φυλής.

Απ’ τον καρπό της σαρκοφάγας προδοσίας
μένει το δέρμα σου μονάχα, ένας σωσίας
και μέσα βάραθρα είν’ οι μνήμες και γκρεμοί.

Σε κάθε βράχο κι ένας λόγος κρεμασμένος,
τροφή στα όρνια, να αιωρείται απ’ τους ανέμους,
μετράν το χρόνο σαν μακάβρια εκκρεμή…

Στ’ αγκάθια σέρνονται οι αρχές σου ματωμένες
πάνω στου βίου σου το άρμα αλυσοδεμένες,
που αδυσώπητος ο Χρόνος κυνηγά.

Και είν’ Αυτός που στον κατακλυσμό σε σπρώχνει
όλο μπροστά μέχρι να δεις την άλλην όχθη
με την πυξίδα σου στη μοίρα του φυγά.

Τα Φαντάσματα Μέσα Μας
————————————-

Καθένας μας, πιστεύω, όπου κι αν πάει κουβαλάει
φωνές, “νεκρούς” ξωπίσω του, που (αν έχεις αυτί)
ακούς, θρηνούν πως κάποτε του στάθηκαν στο πλαί.
Ίσως νά ‘μαστε όλοι ξένοι. Όχι όμως κι αυτοί.

Ζητούν πίσω απ’ τα λόγια μας και μές απ’ τη σιωπή μας
ν’ ανοίξουνε ρωγμή σ’ ένα τυχαίο γεγονός.
Μοχθούμε να μην παρεκλίνουμε κάθε φορά απ’ το «ποίημα»
και κάτω απ’ αυτό κρύβονται κάποιοι που θέλουν φως.

Απλώνουν στα μαλλιά μας με της μνήμης τους το χάδι
το χώμα τους που κάνει και το βήμα μας βαρύ.
Θαμπές φωτογραφίες που τις κάψαμε ένα βράδυ,
στάχτη για τα μάτια μιας ψυχής που θα χαρεί.

Μα, πάντοτε θα σέρνουμε αυτό τ’ άσπλαχνο κοπάδι
με κόπο ενώ του βίου μας τραβάμε τα κουπιά.
Και πάντα κάπου φτάνουμε, απλώς με τόνο αυθάδη
να τους φιμώνουμε κάπως, να μην ουρλιάζουν πια.

Πληγές. Για όσες κλέψαν το χαμόγελο απ’ τα χείλη
ζητάμε από τη Μοίρα με παράπονο βαθύ
καινούρια μίαν ευτυχία στο κορμί να στείλει
μα, αν δεν τις γιατρέψει όλες, σ’ αυτές θα προστεθεί…

Το χείριστο όλων είναι ότι, όντες παραβάτες,
μείναμε και σ’ άλλων τα εγκλήματα απαθείς.
Και φύγαν οι στιγμές καθώς σε πέλαγα οι φρεγάτες,
αφήνοντάς μας με το στίγμα της συννενοχής.

Φωλιάζουνε στους ύπνους μας δεκάδες καταδίκες
που κάποτε, υπογράφοντας ως άπληστοι θεαταί,
ανοίξαμε λογαριασμούς σ’ αιώνιες βιβλιοθήκες
και όσο ζούμε δεν θα τους ξοφλήσουμε ποτέ.-

Προδότης Άγγελος
————————–

Εκείνος κάποτε έγραψε στ’ άσπιλα μέτωπά τους
μ’ αίμα απ’ τα στοιχειά του αιθέρα “ΑΣ ΜΗΝ ΞΑΝΑΔΑΚΡΥΣΟΥΝ”.
Και είπεν “όσο στέναξε καθένας από δαύτους
φθάνει• ήρθε μια νέα μέρα! Αυτόν τον κύκλο ας κλείσουν”.

Θάψαν κι αυτοί τον πέλεκυ, κάμαν τ’ οχυρό ρημάδι,
φτιάχνοντας σιτοβολώνες, το παρελθόν να σβήσουν.
Όμως του Χάους οι ένορκοι κι οι δικαστές του Άδη
ετοίμαζαν τις λεγεώνες, γυμνούς να τους τσακίσουν.

Κι όταν με πυρ και σίδερο χιμήξαν σε μιλιούνια
όπως στον αγρό οι ακρίδες να κατακρεουργήσουν•
όταν δε γλίτωνε απ’ το χείμαρρο ούτε μωρό στην κούνια
-τίποτα που να μην είδες- τότε, άγγελε, πού ήσουν;