Ο πόνος της απώλειας, πιθανώς ν’ αποτελεί ένα απ’ τα πιο αβάσταχτα και βαθιά συναισθήματα, που μπορεί να νιώσει η ανθρώπινη ψυχή. Η ιδέα του να χάσεις κάποιον για πάντα, σε βυθίζει στο θρήνο μιας μη αναστρέψιμης απώλειας, η οποία μέρα με τη μέρα παγιώνεται όλο και περισσότερο. Αυτό που μένει τελικά, είναι μια απορία, ένα “γιατί;” ή ένα “και τώρα;”• ερωτήματα τα οποία δεν πρόκειται ν’ απαντηθούν.
Όμως αυτοί που χάνονται, δεν θα γυρίσουν πίσω κι ο καθένας μας, για διαφορετικό λόγο, αν του δινόταν η ευκαιρία, δεν θα τους έφερνε πίσω. Αίτια θανάτου πάντοτε θα υπάρχουν, αλλά ποτέ δεν θα ‘μαστε σε θέση να τα κατανοήσουμε, καθώς η θλίψη και η εγωιστική μας αγάπη δεν θα το επιτρέπουν.
Όταν χάνουμε ένα άτομο απ’ τη ζωή μας, δημιουργείται ένα μεγάλο κενό, εκεί που πριν βρισκόταν η παρουσία του. Φαίνεται, ξαφνικά, να μας λείπει ό,τι είχε σχέση μαζί του, απ’ τις πιο γλυκές μέχρι τις πιο ενοχλητικές του συνήθειες. Είμαστε σε θέση να θυσιάσουμε τα πάντα προκειμένου να γυρίσει… Όπως είναι φυσιολογικό και απολύτως ανθρώπινο, μέρα με τη μέρα τον εξειδανικεύουμε όλο κ πιο πολύ, ξεχνώντας τις άσχημες πτυχές του χαρακτήρα του και λησμονώντας τις καλές, σαν να ‘ταν οι μόνες που υπήρξαν. Σβήνεται από μέσα μας ο πόνος που μας προκάλεσε (αν …) και μένει πια γυμνός και καθαρός ο λόγος που μας έκανε να τον αγαπάμε τόσο.
Ίσως αυτό να είναι πιο όμορφο. Ν’ αγαπάς κάποιον για όλα όσα σου προσέφερε και για όσες στιγμές σ’ έκανε πραγματικά να χαμογελάσεις. Να φτάσεις σε σημείο ν’ αναρρωτιέσαι πώς ήταν τόσο αψεγάδιαστος, ενώ πιθανώς να μην ήταν. Και εδώ έγκειται και το θετικό -το μόνο ίσως- της απώλειας. Σβήνει σιγά-σιγά τα σημάδια της φθοράς στις σχέσεις κι αφήνει πίσω της μια γλυκόπικρη αίσθηση έλλειψης, ενός ανεκπλήρωτου κενού.
Επομένως, ίσως ο θάνατος να ‘ναι απλά ένας ισοσταθμιστής, με μόνο στόχο να επιδιορθώσει τσακισμένες οικογένειες κι ανθρώπους και να υπενθυμίσει το υπέρτατο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάτι το οποίο, δυστυχώς, δεν θα εκτιμηθεί ποτέ επάξια στη διάρκεια της σύντομης ζωής μας. Γιατί, σε πολύ βάθος, όλοι πιστεύουν πως είναι λιγάκι άτρωτοι, έως ώτου τελικά, μοιραία, διαψευστούν. Ακόμα κι αυτή τους όμως η αλαζονεία, μέλλεται να παραγραφεί μαζί με κάθε άλλη και ν’ αντικατασταθεί με μια γλυκιά, νοσταλγική και ειδυλλιακή ανάμνηση. Μια ανάμνηση αυστηρά προσωπική του καθενός, που τείνει να μοιάζει όμως με όλων των άλλων…
Με λίγα λόγια, ο θάνατος νικά τη φθορά του χρόνου, ο πόνος διδάσκει την αξία της ύπαρξης και τέλος, η ύπαρξη είναι ανώτερη κάθε αξίας.
4