Έχω έναν εαυτό. Και τον έχω παραμελήσει. Δεν μου μιλάει πια. Δεν με κοιτάει, κάνει πως δεν υπάρχω. Κι όλο αναρωτιέται πόσο χαμηλά μπορώ άραγε να φτάσω. Σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ, να τον πλησιάσω, να τον κάνω να γελάσει, να τον σηκώσω να χορέψει μα εκείνος αρνείται σθεναρά. “Τι σου συμβαίνει;”, τον ρωτάω. Κι εκείνος ακόμη κάνει πως κοιτάζει αλλού. Ώρες, ώρες αναρωτιέμαι μήπως είναι μάταιο για ‘κείνον να προσπαθήσω. Δεν εκτιμάει την προσπάθειά μου, δεν κοιτάζει πέρα από τα λάθη μου. Στέκεται εκεί, πλάι σε μια σόμπα για να ζεσταθεί, λέει, από τα τόσα κρύα που έφερα στην ψυχή μας. Μα, κι εγώ προσπάθησα να τον ζεστάνω. Αμέτρητες φορές, αλήθεια. Τι φταίω εγώ που τόσο πολύ αποφάσισε να μου κακιώσει; Προσπάθησα να τον αγκαλιάσω για να ζεσταθεί, μα εκείνος αποτραβήχτηκε. Κι όσο πάω από εκείνον να ξεφύγω, όλο εκεί είναι. Κάποιες φορές εύχομαι να μην υπήρχε. Να μην χρειαζόταν να τον υπομένω. Πολλές φορές σκέφτηκα να τον βλάψω και το έκανα. Μα άλλες τόσες προσπάθησα να του απαλύνω τον πόνο και μετάνιωνα για ό,τι οδυνηρό του προκαλούσα.

Περνάγανε τα χρόνια σαν στάλες νερό σε ρυάκι και πάλι προσπαθούσα με εκείνον τον “εχθρό” να κάνω ανακωχή. “Μα μου ζητάς πολλά”, του έλεγα όταν με θερμοπαρακαλούσε να τον αγαπήσω. Κι αν δεν ξέρω πώς γίνεται; Τι κάνω έπειτα; Θα με δεχθεί κι έτσι; Σε πολλές θάλασσες αρμένισα και έριχνα πέτρες στα κύματα μαζί του. Έκλαψα για πρώτη φορά, έφαγα για πρώτη φορά, έπαιξα για πρώτη φορά, πληγώθηκα, χόρεψα, τραγούδησα, μέθυσα, έζησα. Κι όλα για πρώτη φορά. Κι ομολογώ πως δεν τον ήθελα πάντοτε για συνοδοιπόρο αυτόν τον τύπο. Σαν να μην θέλαμε τα ίδια πράγματα, σαν να με ανταγωνιζόταν. Δεν μπορούσε να πει “όχι”, κι εγώ δεν μπορούσα να πω “ναι”. Πολεμούσαμε, μαχόμασταν, ώσπου εκείνος κάποια μέρα τα παράτησε. Και μ’άφησε με το παράπονο. Έλεγα πως έχει πλάκα να αγωνίζεσαι μαζί του γιατί είναι ενδιαφέρον τυπάκι. Μα δεν τον απασχολούσε πλέον η γνώμη μου. Ακόμη μοιραζόμασταν τα πάντα, μιλούσαμε με τους ίδιους ανθρώπους και ήμασταν αχώριστοι. Δεν μπορούσε άλλωστε κι εκείνος να αποκοπεί από το σώμα μας. Αυτή η απομάκρυνση δεν θα γίνει ποτέ. Απλά με ανεχόταν. Κι εγώ; Να κυνηγάω πάλι τη μια του κουβέντα.

Κοιτάγομαι στον καθρέφτη και δεν τον βλέπω πια. Κι αν δεν μου δώσει άλλη ευκαιρία; Θα τον κουβαλάω πάντα μαζί μου και θα χωριστούμε μόνο στο θάνατο. Πως τ’αντιμετωπίζουν αυτό; Φωνάζω κι εκείνος σιωπά, χτυπώ κι εκείνος με κοιτά γελώντας, πονώ κι εκείνος χαίρεται. Σαν να ‘μαστε πράγματι εχθροί τώρα. Κι αυτός ο εσώτερος πόλεμος είναι χειρότερος από κάθε άλλον. “Γιατί να ζω δίχως εσένα;”, τον ρώτησα μια φορά και μου διηγήθηκε μια μικρή ιστορία. Είπε: “Όταν ήσουν παιδί, εγώ ήμουν εκεί και πάντοτε προσπαθούσα να σε προστατέψω, μην σε βλάψει κανείς και πονέσεις. Και εκείνη τη φορά που κάποιος φώναξε με μανία “ΧΟΝΤΡΗΗΗ..”, εγώ ήμουν εκεί και πάλι και σου κράτησα σφιχτά το χέρι ψιθυρίζοντας “Σ’αγαπώ”. Δεν μου το αντιγύρισες ποτέ, μα εγώ συνέχισα να το κάνω. Γύρισες σπίτι εκείνη τη μέρα κι έκλαιγες. Δεν ήθελες να πας αύριο σχολείο. Εγώ σε πήγα. Σε σήκωσα από το κρεβάτι, σε γέμισα θάρρος, σου χτένισα τα μαλλιά και σε κάθισα στο θρανίο. Ήμουν πάντα εκεί. Κι εσύ με άφησες. Τι πιο σημαντικό υπάρχει από το να αγαπάς εμένα;”. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα μπροστά κι εγώ νόμιζα πως μ’εγκαταλείπει. Μα γύρισε, ξάφνου το βλέμμα του και μου άπλωσε το χέρι.

Αυτό ένιωσα εκείνη τη στιγμή πως ήταν ό,τι πιο σημαντικό έκανα στη ζωή μου. Συμβάδισα με το είναι μου, τον εαυτό μου. Την αυτοπαθητική αυτή αντωνυμία για την γραμματική που στην πραγματική ζωή είναι πολλά περισσότερα. Παθαίνει μαζί μου και είναι μαζί μου. Για πάντα. Κι όταν όλοι φύγουν, αυτός θα ‘ναι εκεί. Όντως, τι πράγματι σημαντικότερο από το να σ’αγαπάς;

Τον εαυτό του παιδί απ’ το χέρι θα πιάσει

σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει

θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει

σ’ έναν κόσμο μισό που τους δυο δεν χωράει.

-Παρασκευάς Καρασούλος

Πηγή εικόνας: The Machine- Art Press