“Το είχα αγοράσει καιρό πριν και στόλιζε τη βιβλιοθήκη μου, σαν κόσμημα σε γυναικείο λαιμό. Μα κάθε φορά που το ΄πιανα στα χέρια μου να το αρχίσω, θυμόμουν τα λόγια της μάνας μου “…τρία βράδια έκανα να κοιμηθώ αφού το διάβασα”
Το κομψοτέχνημα της Διδώς Σωτηρίου, τα Ματωμένα χώματα, δεν είναι απλά ένα βιβλίο. Δεν είναι μόνο ένα διήγημα. Είναι η προσωπική ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, του Μικρασιάτη φαντάρου και αιχμαλώτου, που με τα λίγα γράμματα που ήξερε, κράτησε κάτι σαν ημερολόγιο, ή ίσως απομνημονεύματα θα λέγαμε, κατά τα στερνά της ζωής μου.
Κάτω από την ιστορία του Αξιώτη όμως, αντικατοπτρίζεται ολάκερος ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, καθώς ο πρωταγωνιστής αρχικά περιγράφει την ήρεμη και ειρηνική ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι, Τούρκοι και Έλληνες, στα χωριά πριν τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο. Τα παιδικά του χρόνια, τα ήθη, τα παιχνίδια, το σχολείο, τις σχέσεις γονέων με τα παιδιά. Ακόμη και η θέση της γυναίκας στη τότε κοινωνία, γίνεται ευδιάκριτη στον αναγνώστη. Το μεγαλείο της Σμύρνης, της πανέμορφης αυτής πόλης, με τα μικρομάγαζα, τον κινηματογράφο – που τόση εντύπωση έκανε στον πρωταγωνιστή-, τις ζεστές καρδιές των κατοίκων. Όλα αυτά δοσμένα με τον πιο γλυκό και νοσταλγικό τρόπο, περιγράφονται στο πρώτο σκέλος του ιστορικού αυτού μυθιστορήματος.
Το μαύρο σύννεφο άρχισε να επισκιάζει, κάθε ελληνικό σπίτι, κάθε ελληνική οικογένεια. Λίγο ο πόλεμος, λίγο τα “Αμελέ Ταμπούρια” , λίγο η ξένη προπαγάνδα, ρίζωσαν το μίσος βαθιά στις ψυχές μεταξύ όλων αυτών που κάποτε δήλωναν φίλοι και αδέρφια. Και τότε σιγά σιγά ο Ελληνισμός έτεινε να σβήνει, λιγοστεύει η δύναμη του, γίνεται υποχείριο στα χέρια της Τουρκιάς. Πως να αμελήσει κάποιος τέτοιες περιγραφές; Πως να ζήσει ήρεμος έπειτα από όλα αυτά; Όταν ξέρει πως υπήρξαν γενιές που εκλιπαρούσαν για λίγη ειρήνη; Που παρακαλούσαν νύχτες και μέρες για τη ζωή τους; Για τη ζωή των παιδιών τους! Άνθρωποι που είδαν τη φρίκη με τα μάτια τους. Τη φρίκη του ξεριζωμού και της απελπισίας. Τη φρίκη του να παρακαλούν για τον θάνατο, να προτιμούν τον θάνατο από τη ζωή, για να γλιτώσουν μια για πάντα από τα γεγονότα, και ύστερα από τις αναμνήσεις. Οι ολοζώντανες μαρτυρίες για τη προσφυγιά και τον ξεριζωμό, προκαλούν κύμα σεβασμού και ανατριχίλας, για τους μάρτυρες αυτούς που άφησαν πίσω τους, γονείς, παιδιά, προγόνους σε ένα μαζικό μνήμα, στα ιερά εκείνα εδάφη, στα Άγια εκείνα νερά, όπου άψυχα κορμιά μικρών και μεγάλων που μαγαρίστηκαν και βασανίστηκαν απ΄τον εχθρό και τους προδότες.
Η συγγραφέας επιλέγει να λήξει το διήγημα με μια κατάρα. Μια κατάρα που έμεινε να πλανάται στον αέρα, τόσα χρόνια μετά “…Ανάθεμα στους αίτιους”
ΕΙΘΕ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΝΑ ΜΗ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΠΑΛΙ ΤΕΤΟΙΑ ΔΕΙΝΗ