Exclusive Content:

Glenway Wescott: Ένα διαμέρισμα στην Αθήνα

Τα «τέσσερα ευχάριστα αλλά μικρά δωμάτια στο κέντρο της πόλης» δεν είναι αρκετά ούτε για την ίδια την οικογένεια, όταν έρχεται ο λοχαγός Κάλτερ να μείνει μαζί τους.

Η πρώτη επαφή που είχα με τον Glenway Wescott ήταν όταν διάβασα Το Ράγισμα του F. Scott Fitzgerald. Το πρώτο μέρος της έκδοσης (εκδόσεις Ροές) του Ραγίσματος αποτελούνταν από ένα κείμενο του Glenway Wescott που γράφτηκε μετά τον θάνατο του Fitzgerald και με τον τίτλο Σκοτ Φιτζέραλντ: Η ηθική μιας γενιάς. Λίγο καιρό αργότερα, είδα με άλλη ματιά ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη μου.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Glenway Wescott, βρισκόταν στα ράφια με έναν ιδιαίτερα ελκυστικό τίτλο αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες διαβίωσής μας τον τελευταίο χρόνο. Ένα βιβλίο που διαβάστηκε σχεδόν απνευστί. Σκεπτόμενη συνεχώς πως δεν έχω τον χρόνο να το συνεχίσω, ξεκινούσα το επόμενο κεφάλαιο. Και αυτό δεν οφείλεται τόσο στην υπόθεση, όσο στην γραφή του Wescott.

Το Ένα διαμέρισμα στην Αθήνα εκδόθηκε το 1945 και το πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του πούλησε πάνω από 500.000 αντίτυπα.

Ο Wescott ωστόσο, δεν είναι κάποιος δημοφιλής συγγραφέας της γενιάς του. Τουλάχιστον στους περισσότερους «αναγνώστες» της εποχής το όνομά του δεν λέει τίποτα. Ανήκει, όμως, στην ομάδα των αισθητικών νέων συγγραφέων που ξεπήδησαν κατά τη δεκαετία του ’20 και όπως οι περισσότεροι από αυτούς, ήταν εκπατρισμένος. Γεννήθηκε στις αρχές του αιώνα (1901) και το 1925 μετακόμισε στη Γαλλία. Συγκρίνοντάς τον όμως με άλλους συγχρόνους του, παρατηρείται μια μικρή ποσότητα έργων -ιδίως αν σκεφτεί κανείς τον παραγωγικότατο Fitzgerald. Αν και η ευφυΐα βέβαια ενός λογοτέχνη δεν κρίνεται από την ποσότητα των έργων του, εύκολα αναρωτιέται κανείς για τις τόσο καλές κριτικές του.

Wescott

Βάλθηκα να διαβάζω λοιπόν για την οικογένεια που κατοικούσε στο κέντρο της Αθήνας. Η οικογένεια του Ηλιανού έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη βίλα της στο Ψυχικό -η γερμανική Κατοχή έχει οδηγήσει την εκδοτική επιχείρηση του Νικόλα Ηλιανού σε χρεοκοπία. Τα «τέσσερα ευχάριστα αλλά μικρά δωμάτια στο κέντρο της πόλης» δεν είναι αρκετά ούτε για την ίδια την οικογένεια, όταν έρχεται ο λοχαγός Κάλτερ να μείνει μαζί τους. Από τη στιγμή που το σπίτι επιτάσσεται, παρακολουθούμε την ένταση να κλιμακώνεται.

Τέσσερις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Ένας διανοούμενος πατέρας, ο οποίος φοβάται πως οι συγγενείς του στον πόλεμο θα τον θεωρήσουν δειλό. Μία μητέρα που είναι σχετικά αποστασιοποιημένη από τα παιδιά της, άβουλη και με προβλήματα υγείας. Ο δωδεκάχρονος γιος τους Αλέξης, ένα παιδί που θέλει τόσο πολύ να εκδικηθεί έναν Γερμανό. Και τέλος, η Λήδα η οποία μοιάζει να αποκτά ουσιαστική, ακόμα και υλική, υπόσταση όταν ο Κάλτερ της δείχνει αδυναμία.

Ο πόλεμος λαμβάνει χώρα μέσα σε αυτούς τους τοίχους και ο κόσμος παραμένει εκτός.

Οι ήρωες είναι εν γένει τραγικοί, κι ωστόσο, ο Wescott δεν αφήνει κανένα ίχνος δράματος. Είναι περιεκτικός και ρεαλιστικός. Δημιουργώντας μια μικρογραφία των δύο πολιτισμών, μένει στις μικρές και ασήμαντες θα έλεγε κανείς λεπτομέρειες. Εστιάζει στο μικρό ράντζο που τρίζει, ενώ δημιουργείται μια κλειστοφοβική αίσθηση που περιμένεις πότε θα σε συντρίψει. Η πλοκή προχωρά αρκετά γρήγορα. Υπάρχουν ανατροπές και εκπλήξεις, όπως η αλλαγή στη συμπεριφορά του λοχαγού μετά το ταξίδι του στη Γερμανία.

Ένα μικρό διαμέρισμα που μοιάζει με ηφαίστειο -από στιγμή σε στιγμή περιμένεις να εκραγεί. Η ψυχολογία των χαρακτήρων είναι εκτεθειμένη. Τα δύο παιδιά βρίσκονται στα πρόθυρα της ασιτίας, την ίδια στιγμή που ο «φιλοξενούμενός» τους χαρίζει τα αποφάγια του σε ένα μπουλ τεριέ. Η πραγματική εξαθλίωση έρχεται με τη ευγνωμοσύνη που σταδιακά θρέφουν για αυτόν, καθώς θα μπορούσε να είναι περισσότερο βάναυσος απέναντι στην οικογένεια.

Ο Wescott βέβαια παραμένει αισιόδοξος και κάπως ρομαντικός. Σε συνδυασμό με τη θέα της Ακρόπολης, που ποτέ άλλοτε η κυρία Ηλιανού δεν είχε σταθεί να εκτιμήσει, το ζευγάρι ίσως για πρώτη φορά αναπτύσσει βαθιά κατανόηση. Ανάμεσα σε πόνο, αγωνία και φόβο προκύπτει το αίσθημα υπερηφάνειας και αντίστασης. Η σχέση της μητέρας με τον Παρθενώνα παίζει καθοριστικό ρόλο για την συνειδητοποίηση της δικής της αντοχής, θέτοντάς την σταδιακά πραγματική ηρωίδα.

Οι πιθανές στερεοτυπικές απόψεις που συναντώνται στο έργο μπορούν να παραλειφθούν εξαιτίας της αφηγηματικής τεχνικής του συγγραφέα. Τελειώνοντας το βιβλίο, το αίσθημα της λύπης και της απώλειας παραμένει, συνοδευόμενο όμως από τη λύτρωση.


Παρόμοια άρθρα:

Ακολουθήστε τις σελίδες μας σε Instagram, Facebook και Spotify για περισσότερη έμπνευση.

Giving Sight by Beasty-Press // Giving Sight The Project 

Χριστίνα Λαζούρα
Χριστίνα Λαζούρα
Φοιτήτρια θεωρίας και ιστορίας της τέχνης, με αγάπη για την μαγειρική, τα βιβλία, τους κάκτους και τις ταινίες που δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι θέλει να κάνει με την ζωή της. Προσπαθεί να ισορροπήσει τον μόνιμο ενθουσιασμό της με την ατελείωτη βαρεμάρα, αλλά οι τάσεις φυγής συνήθως μπαίνουν στη μέση.

Latest Articles

Διάβασε επίσης...