Για εκείνους που στις πιο δύσκολες στιγμές τους θα τους δεις να χαμογελούν, να πιστεύουν δίχως αμφιβολία πως, όπως οι εποχές αλλάζουν και πάντα μας περιμένει το καλοκαίρι, έτσι, καλύτερες μέρες μας περιμένουν να τις ανακαλύψουμε.
Όχι από έλλειψη ρεαλισμού αλλά από καθαρή, πηγαία αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή. Εκεί που άλλοι πνίγονται στις φουρτούνες που συναντούν, εκείνοι είναι ευγνώμονες για τα κύματα και τις καταιγίδες, γιατί τους μαθαίνουν να χαίρονται και να εκτιμούν τη γαλήνια θάλασσα.
Δεν υπάρχουν πολλοί στον κόσμο, είναι όμως απαραίτητοι για να θυμίζουν σε όλους εμάς πόσο λάθος κάνουμε. Πόσο μικροί είμαστε, πόσο βυθισμένοι στον βούρκο της μιζέριας και της παραίτησης. Ζουν σε έναν κόσμο που τους θλίβει, σε έναν κόσμο που έχει συμβιβαστεί με τα σύννεφα, τα έχει συνδέσει άρρητα με την ύπαρξή του, τόσο που πλέον δεν προσδοκά τον ήλιο.
Σε έναν τέτοιο κόσμο έρχονται να μας δείξουν την άλλη όψη του νομίσματος. Είναι μια ανεξάντλητη πηγή ευφορίας για τους γύρω τους, επιδιώκουν να αποτελέσουν μια φωτεινή σπιθαμή, μια ανάσα καλοκαιριού, στην ατέλειωτη μαυρίλα που τους συνθλίβει, σφίγγοντας γύρω τους συνεχώς τον κλοιό.
Και πολλούς τους ενοχλεί. Γιατί η καλοκαιρινή αύρα τους γαργαλάει τα ρουθούνια, τους σκανδαλίζει, τους ωθεί να νιώσουν χαρά χωρίς αναστολές. Και τρέχουν να κρυφτούν, να κλειστούν, να αμπαρωθούν, να μην αφήσουν την αύρα αυτή να εισβάλλει στην ψυχοσύνθεσή τους και να κλονίσει τις σταθερές τους. Γιατί αγαπούν πλέον την μιζέρια τους, έχουν δεθεί μαζί της με ισχυρά δεσμά. Και δεν τους αδικώ. Γιατί – μεταξύ μας – μετά από χρόνια κακοκαιρίας, πόσο εύκολα μπορείς να δεχτείς τη λιακάδα;