Το “Assassin’s Creed III” κυκλοφόρησε το 2012 και αποτέλεσε έναν από τους πιο πολυαναμενώμενους τίτλους του franchise. Όλοι περίμεναν να μάθουν πως θα τελείωνε η περιπετειώδης ιστορία του Desmond, η οποία μας είχε αφήσει με αρκετά ερωτηματικά στο τέλος του “AC Revelations”. Μέσα από τα γεγονότα της Αμερικανικής Επανάστασης, όπως τα έζησε ο πρόγονος του Desmond, Connor Kenway, ο πρώτος καλείται να ανακαλύψει όλη την αλήθεια με τη βοήθεια της Juno.
Storyline
Ακολουθώντας τα γεγονότα του προηγούμενου τίτλου, ο Desmond, μαζί με τον πατέρα του William και τους συντρόφους του, Rebecca Crane και Shaun Hastings, βρίσκουν το “Grand Temple of the First Civilization”. Καταφέρνουν να το ξεκλειδώσουν με τη βοήθεια του Apple of Eden. Η Juno, χρησιμοποιεί τον αρχέγονο θησαυρό για να επικοινωνήσει με τον Desmond, ο οποίος έπειτα παγιδεύεται στην Animus. Εκεί οδηγείται στο να αναβιώσει τις αναμνήσεις του προγόνου του Haytham Kenway, στην Αγγλία του 1754 κι έπειτα του γιού του Connor. O Connor θα μετατραπεί σύντομα σε έναν Assassin που διψά για δικαιοσύνη και που θα οδηγήσει την Αμερικανική Επανάσταση στο τέλος της.
Γραφικά
Τα γραφικά του παιχνιδιού ήταν αρκετά ρεαλιστικά και καλοσχεδιασμένα, ωστόσο το παιχνίδι διαθέτει μια σχετικά «κακή φήμη» στον συγκεκριμένο τομέα. Αυτό οφείλεται κυρίως στα bugs και τα glitches που συνάντησαν πολλοί παίκτες κατά τη διάρκεια του gameplay. Πράγμα που αποδεικνύει ότι το παιχνίδι ενδεχομένως να χρειαζόταν καλύτερο development.
Controls
Τα controls του παιχνιδιού ακολούθησαν την ίδια λογική με εκείνη του “AC Revelations”. Πρόκειται για αρκετά απλούς χειρισμούς, που καθιστούν το aiming με όπλο και το combat μια πολύ απλή υπόθεση. Για όσους επικεντρώνουν στην απόλαυση του story, τα απλά controls συμβάλλουν θετικά στη εμπειρία. Ωστόσο, οι gamers που επιζητούν ένα combat που απαιτεί τις κατάλληλες κινήσεις την κατάλληλη στιγμή από τον παίκτη, θα μείνουν αρκετά ανικανοποίητοι με την απλότητά του.
Design/Σκηνοθεσία
Το design του Assassin’s Creed III ήθελε κι αυτό με τη σειρά του καλύτερο και πιο λεπτομερές development. Τα περιβάλλοντα και τα locations έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους, ενώ η άμεσα διαθέσιμη επιλογή του fast travel στο χάρτη «έτρωγε» τμήματα του παιχνιδιού. Αυτό, ίσως να ήταν απαραίτητα για το full “immersion”. H σκηνοθεσία στο μεγαλύτερο εύρος της ήταν ικανοποιητική, με τη ροή των γεγονότων να κυλάει ομαλά παρά τα cutscenes από το παρελθόν. Ο χαρακτήρας του Connor, είναι επίσης αρκετά καλοσχεδιασμένος με τα ρούχα και τα όπλα του να παραπέμπουν στην ινδιάνικη κουλτούρα. Επιπλέον, το soundtrack του παιχνιδιού αποτέλεσε ένα από τα δυνατότερα σημεία του, με το main theme να κλέβει την παράσταση, αφού θυμίζει έντονα την ινδιάνικη μουσική.
Παρόμοια άρθρα:
- Those Who Remain: Θα σας κόψει την ανάσα!
- Game Review: Assassin’s Creed-Ezio Trilogy
- Blair Witch: Επιστροφή στον τρόμο