Σαν σήμερα 29 Ιουλίου του 1870 γεννήθηκε ο Έλληνας μεταφραστής,λογοτέχνης,και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης στη Σίφνο.

Αποτέλεσμα εικόνας για ιωάννησ γρυπάρησ

Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στη Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1888 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει φιλολογία.Το 1897, μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους,ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου αρίστευσε στις πτυχιακές εξετάσεις και πήρε το πτυχίο του στη Φιλολογία.Το 1911 έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές στην Ευρώπη,καλύπτοντας τα έξοδα από την περιουσία της συζύγου του κι όχι από κρατική υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα στην Ιταλία,τη Γερμανία και τη Γαλλία,απ’ όπου το 1914 επέστρεψε στην Ελλάδα.Το 1918 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό των Ιπποτών από το Υπουργείο Παιδείας,ενώ το 1925 αρνήθηκε τη θέση του καθηγητή Μεσαιωνικής & Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές του 1929 περιλαμβάνονταν στα 92 μέλη, που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,μια νομική διαδικασία που καθυστέρησε σχεδόν ενάμιση χρόνο ενώ το πνευματικό σωματείο λειτουργούσε και ο Γρυπάρης ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος της.

Το Εκπαιδευτικό Του Έργο

Υπηρέτησε στην εκπαίδευση ως Σχολάρχης στο Σκούταρι στην Κωνσταντινούπολη το σχολικό έτος 1893-94,στην Αρτάκη το έτος 1894-95,στο Διπλοκιόνιον Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1895-96,στη Σίφνο από το 1897 έως το 1899,στις Σπέτσες από το 1899 έως το 1901,εκ νέου στη στη Σίφνο το 1904,ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Άμφισσας, από το 1904 έως το 1907,Σχολάρχης στη Μύκονο, από το 1907 έως το 1910,καθηγητής στο Αίγιο, το σχολικό έτος 1910-11, καθηγητής στην Αθήνα,από το 1911 έως το 1913,καθηγητής στο Βαρβάκειο το 1913,Γυμνασιάρχης στο Γύθειο,από το 1914 έως το 1915 και Γυμνασιάρχης στο Μεσολόγγι, από το 1915 έως το 1917,ενώ από το 1917 έως το 1920,διατέλεσε Γενικός Επιθεωρητής Θ΄ Περιφέρειας στη Χαλκίδα.Το Δεκέμβριο του 1920 συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία με μικρή σύνταξη και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική σχολή Αηδονοπούλου,το σχολικό έτος 1921-22,Τμηματάρχης Α΄ στο Τμήμα Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1923 έως το 1926,Διευθυντής Επιστημών και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, από το 1926 έως το 1930,θέση από την οποία συνέβαλε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου και τέλος από το 1930 έως το 1935, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.

Το 1942 στις 11 Μαρτίου άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα.Το 1955, στην κατοικία Γρυπάρη στεγάστηκε η νεότευκτη Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη Καλ­λι­θέ­ας, με χρήση της βι­βλιο­θή­κης του Γρυπάρη, και η Δημοτική Βιβλιοθήκη ονομάστηκε «Γρυ­πά­ρειος», όμως ο χώρος της εγκαταλείφθηκε όταν η Βιβλιοθήκη μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο και τη δεκαετία του 1980 καταβλήθηκε προσπάθεια και εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γρυπάρη, δίχως ουσιαστική συνέχεια. Μέρος των χειρογράφων του Γρυπάρη, το οποίο ταυτίζεται με μέρος των περιεχομένων της έκδοσης «Ο άγνωστος Γρυπάρης. Ανέκδοτα ποιήματα» -για την οποία ο Βαλέτας σημειώνει «…Τα χειρόγραφα της έκδοσης αυτής, χαρισμένα απ’ τον εκδότη της στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, δεν βρέθηκαν ακόμα στο Αρχείο της…», φυλάσσονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, [Ε.Λ.Ι.Α.]. Το αρχείο δωρήθηκε από τον Διονύση Καψάλη, που το είχε αποκτήσει από τον Άλκη Αγγέλου, τον Οκτώβριο του 1998.

Η Λογοτεχνική Του Παραγωγή 

Τα πεζά του έργα αποτελούνται από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα, άρθρα και μεταφράσεις, μεταξύ τους όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή και η «Ορέστεια»«Οι επτά επί Θήβας»«Ο Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο «Ευθύδημος» και η «Πολιτεία» του Πλάτωνα, αποσπάσματα των Ομήρου, Βακχυλίδη, Πίνδαρου, Ηροδότου, Κάτουλλου, Οράτιου, καθώς και έργα των Γκαίτε, Σίλλερ, Χάινε, Ζολά, Κνουτ Χάμσουν, Σέλλεϋ και άλλων. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων Ελλήνων τραγικών αποτέλεσαν τη βάση της αναβιώσεως του αρχαιοελληνικού δράματος στα πλαίσια των Δελφικών εορτών του Άγγελου Σικελιανού και εν συνεχεία από το Εθνικό Θέατρο. Οι μεταφράσεις των τραγικών ποιητών Αισχύλου και Σοφοκλή εξακολουθούν να θεωρούνται ως τις μέρες μας αξεπέραστες αισθητικά και παραστάθηκαν από κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς, όπως η κατακρεουργημένη από τους κομμουνιστές αντάρτες, Ελένη Παπαδάκη.

Ως ποιητής, χρονικά ανήκε στην πρώτη µεταπαλαμική γενιά. Επηρεάστηκε από τον γαλλικό συμβολισμό και τον παρνασσισμό και θεωρείται μέλος της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Το ποιητικό του έργο είναι σημαντικό για την εσωτερική του αξία και την επίδραση που είχε στην ποίηση της εποχής του. Εργάστηκε να συμφιλιώσει τον παρνασσισμό με το συμβολισμό στην ελληνική ποίηση. Οι μεταφράσεις του των αρχαίων κλασικών και τραγικών θεωρούνται ασυναγώνιστες. Η γλώσσα του είναι η δημοτική, η τεχνική, το λεκτικό, το ύφος έχουν μια τέλεια επεξεργασία, ενώ η στιχουργική του είναι άμεμπτη και υποδειγματική και οι στίχοι του αν και εκφράζουν απαισιοδοξία και ματαιότητα, αποπνέουν αίσθηση ομορφιάς και λυρικότητος. Το ποίημα του «Ο όρθρος των ψυχών», έχει μελοποιηθεί από το συγκρότημα «Υπόγεια Ρεύματα».

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο αξιόλογους Έλληνες ποιητές. Έχει αφομοιώσει τα διδάγματα των παρνασσισμού, νεοκλασικισμού, συμβολισμού, τα λογοτεχνικά ρεύματα που ήταν κυρίαρχα την εποχή του, και δημιούργησε τη δική του ιδιότυπη ποίηση, την οποία κύρια χαρακτηριστικά είναι η άψογη τεχνική και η πλαστική επεξεργασία του στίχου, όπως απαιτεί ο παρνασσισμός, αλλά και η μουσικότητα και η υποβλητικότητα, όπως απαιτεί ο συμβολισμός.

Ο Κωστής Παλαμάς έλεγε για την ποιητική φόρμα του Γρυπάρη ότι «…από του τίτλου του μέχρι του τελευταίου θα ξενίσωσι μεν πιθανώς τους μη εννοούντας την ποίησίν του αλλά θα καταθέλξουν τους αισθανόμενους το αληθώς ωραίον εν τη ποιήσει…», ενώ ο Κοσμάς Πολίτης έγραψε για τις μεταφράσεις του Γρυπάρη ότι «…Βγαίνουν από στοχασμό-μουσική διάθεση-μελέτη. Μάχεται με τις αδυναμίες της γλώσσας. Με τέτοιες μεταφράσεις η Ελλάδα ζυγώνει τους ανθρώπους και παίρνει συνείδηση της δυνάμεως τους…».

Πηγές:

  • Γρυπάρης Ιωάννης,Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
  • Μερακλής Μ.Γ., «Ιωάννης Γρυπάρης», Η ελληνική ποίηση• Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί• Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.338-341. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.