Την πιο ζεστή και σκοτεινή νύχτα του καλοκαιριού, που κανένα άστρο δεν ανέβηκε στον ουρανό και το φεγγάρι ξέχασε να φωτίσει, την νύχτα εκείνη συνέβη ένα εξαιρετικά παράξενο περιστατικό. Ένας μοναχικός διαβάτης, κατάκοπος και συνοφρυωμένος, έσερνε το ταλαιπωρημένο του κορμί προς το σπιτικό του. Κάθε βήμα του φαινόταν ακόμα πιο βαρύ απ’ το προηγούμενο και το σκοτάδι τον έκανε να χάνει συχνά το δρόμο του. Ούτε στιγμή όμως δεν σταμάτησε να περπατά. Καθ’ όλη τη διαδρομή συλλογιζόταν το πόσο πολύ ήθελε να σφίξει στην αγκαλιά του τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σε κάθε τέτοια σκέψη, σαν να μειωνόταν η απόσταση. Το σκοτάδι όμως παρέμενε πυκνό και απόκοσμο στην μοναξιά της επιστροφής του.
Ύστερα από πέντε μόλις βήματα – που θα ορκιζόταν ότι είχαν διαρκέσει τουλάχιστον μια ώρα- ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ράχη του, παρόλη την άπνοια. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να βαδίζει, ελαφρώς καχύποπτα από δω και πέρα. Το ρίγος χάθηκε αμέσως, για να δώσει όμως τη θέση του σ’ ένα ελαφρύ μα αρκετά ψυχρό αεράκι. Παράξενος καιρός, σκεφτόταν, καθώς το καλοκαίρι ετούτο είχε περάσει χωρίς το παραμικρό φύσημα του αέρα, Πράγμα που έκανε τη μάχη στο μέτωπο ακόμα πιο ανυπόφορη. Κατά μια έννοια, λοιπόν, η δροσιά ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτη.
Στις επόμενες στιγμές, η ζωή του επρόκειτο να μπει σε μια τελείως παράδοξη τροχιά. Τόσο, που να τον κάνει ν’ αμφισβητήσει όσα νόμιζε για πραγματικά και ν’ αναζητά απεγνωσμένα μια δόση λογικής στα πιο απόκοσμα. Με το επόμενο πάτημά του στο χώμα ένιωσε κάτι να σκίζεται κάτω απ’ τη μπότα του, σαν ένα κομμάτι ύφασμα να είχε ξεπηδήσει ξαφνικά απ’ το χώμα. Έκπληκτος , σήκωσε – απρόθυμα μεν- το κεφάλι, για ν’ αντικρύσει κάτι το οποίο θα του χάριζε ένα χωρίς επιστροφή εισιτήριο για τη χώρα των τρελών. Είδε, λοιπόν, εμπρός του μια μορφή μαυροφορεμένη μ’ ένα μακρύ μανδύα, όμοιο με ράσο. Μόνο που ο μανδύας ήταν ξεφτισμένος και σκισμένος σε κάθε άκρη και το πρόσωπο πίσω απ’ την κουκούλα δεν είχε γενειάδα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να διακρίνει κάποιο πρόσωπο με εξαίρεση δυο λάμψεις, εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια.
Τώρα ένιωθε και επισήμως τρομοκρατημένος. Οπισθοχωρεί άτσαλα και βιαστικά και βεβαίως, σκοντάφτει σ’ ένα μικρό βράχο, ο οποίος τον ξαπλώνει απότομα στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια της πτώσης, είχε αρχίσει να ελπίζει ότι η εικόνα που είχε μόλις αντικρύσει ήταν δημιούργημα της αρρωστημένης του φαντασίας. Ήταν συνηθισμένο εξάλλου, για τους στρατιώτες, ότι οι μνήμες του πολέμου έρχονταν συχνά στα όνειρά τους για να τους στοιχειώσουν. Παρακαλούσε, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο όνειρο. Αλλά δυστυχώς, η πραγματικότητα εκείνης της νύχτας είχε βαλθεί να τον διαψεύσει.
Ανακάθισε και καθώς πάσχιζε να βρει τον προσανατολισμό του, είδε ένα μαύρο μανίκι ν’ απλώνεται μπροστά του ως χείρα βοηθείας. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά τελικά το άρπαξε και στάθηκε και πάλι στα πόδια του. Η μορφή βρισκόταν ακόμη μπροστά του, ασάλευτη, καθώς εκείνος την παρατηρούσε διερευνητικά. Όσο βέβαια του επέτρεπε η νυχτερινή του όραση. Αποφάσισε , τότε, να σπάσει τη σιωπή.
- Ποιος είσαι ; και η φωνή του έσβησε διστακτική.
- Εσύ ποιον πιστεύεις πως έχεις απέναντί σου ; απάντησε η μορφή και ο ήχος φάνηκε να τον κυκλώνει από κάθε σημείο του ορίζοντα. Η φωνή συνέχισε…
- Ξέρω, ταξιδιώτη, πως στη ζωή σου δεν υπήρξες ούτε άδικος, μα ούτε και κακός. Όχι δίχως λόγο και αιτία τουλάχιστον. Μα δυστυχώς, ο χρόνος σου σ’ αυτά τα χώματα έχει τελειώσει. Έτσι , λοιπόν, ήρθα να σε πάρω μαζί μου. Μην φοβάσαι όμως, οι θρύλοι και τα παραμύθια με κάνουν να μοιάζω τερατώδης, όμως θα δεις πόσο λάθος κάνουν. Είναι που η ανθρώπινη φαντασία με πλάθει σύμφωνα με τους χειρότερους φόβους της. Εμείς, όμως, θα πάμε μοναχά μια βόλτα και στο τέλος της δεν θα θυμάσαι πια τίποτα. Έλα, δώσε μου το χέρι σου.
Ο ταξιδιώτης τον άκουγε προσεκτικά, έχοντας χαραγμένη στα χείλη του μια υπόνοια χαμόγελου. Η αλήθεια είναι, πως του ερχόταν να γελάσει πολύ δυνατά, τόσο που θα αντηχούσαν όλοι οι κάμποι. Σκεφτόταν πως τα παραμύθια που έλεγε κάποτε στα παιδιά του, τον είχαν επηρεάσει για τα καλά. Όμως η φωνή τον έβγαλε και πάλι απότομα απ’ τον εσωτερικό του μονόλογο.
- Έλα , μην στέκεσαι άλλο. Με περιμένουν σε κάθε άκρη της γης, για να χασομεράω εδώ μαζί σου.
Τώρα, έπρεπε να συνέλθει άμεσα και ν’ αντιμετωπίσει όσα εξελίσσονταν μπροστά του. Πώς είναι δυνατόν να τελείωνε έτσι η ζωή του ; είχε τόσα ακόμη να μάθει στα παιδιά του και τόσα να ζήσει με την αγαπημένη του γυναίκα. Ένα σπιτικό που τον περίμενε καρτερικά. Όχι , δεν γινόταν να εγκαταλείψει τον κόσμο τώρα. Είχε επιζήσει απ’ τον πόλεμο και όλοι αδημονούσαν για την επιστροφή του. Το πήρε απόφαση, λοιπόν, και ύψωσε το ανάστημα και τη φωνή του.
- Ποιος είσαι εσύ, κύριε , που θα ορίσεις το χρόνο που μου απομένει στην ίδια μου την πατρίδα ; ακουγόταν τώρα πολύ σίγουρος. Δεν φαντάζεσαι πόσα έχω ακόμη να κάνω. Ήδη τα παιδιά μου θ’ ανησυχούν που δεν έχω επιστρέψει. Για μήνες και μήνες ξέφευγα απ’ τις σφαίρες και τα κανόνια, για να με πάρεις τώρα εσύ ;
- Καλέ μου άνθρωπε, του απάντησε η μορφή, όσο κι αν αντισταθείς, η μοίρα έχει γραφτεί πολύ πριν εσύ γνωρίσεις τον κόσμο. Δεν μπορείς, έτσι από πείσμα να σταθείς εμπόδιο στη ροή των πραγμάτων. Στο τέλος, κερδίζω πάντα εγώ, δεν το χεις μάθει πια ; Η φωνή απαντούσε τώρα φανερά ενοχλημένη με την αλαζονεία του.
- Δεν ξέρω για ποιες μοίρες μου μιλάς. Εγώ πιστεύω μόνο σ’ όσα μπορώ να δω και ν’ αγγίξω και σ’ όσα μόνος μου έχω χτίσει με κόπο. Πιστεύω επίσης, πως έχω προσφέρει πολλά στους δικούς μου ανθρώπους και καθόλου δίκαιο δεν θα ήταν ν’ ανταμειφθώ μ’ αυτόν τον τρόπο. Εσύ, δεν είσαι παρά ένα όνειρο και σε λίγο που θα ξυπνήσω θα χεις πια χαθεί, είπε αγχωμένα.
- Ό, τι κι αν περνά απ το μυαλό σου αυτή τη στιγμή, ό, τι κι αν σκέφτεσαι να ξεστομίσεις, το γνωρίζω ήδη. Γνωρίζω τι έχεις κάνει και για τι είσαι ικανός και δεν σου αξίζει να πατάς πια σ’ αυτό το χώμα. Μπορεί ν’ αγαπάς τα δικά σου παιδιά, όμως ατίμωσες και κατέστρεψες χωρίς δισταγμό τις άμαχες οικογένειες τόσων ανθρώπων. Μην μου μιλάς, λοιπόν, για δικαιοσύνη, απάντησε η φωνή, ήπια μα κατηγορηματικά.
- Ένα μονάχα θα σου πω, ο πόλεμος είναι πόλεμος και δεν λυπάται τους ευαίσθητους. Τους τσακίζει. Και σίγουρα δεν ήθελα να ‘ναι εκείνη η κατάληξή μου, γιατί δίκαια θα με χαρακτήριζαν λιποτάκτη. Εύχομαι κανείς ποτέ να μην μάθει τα όνειρα που με στοιχειώνουν κάθε νύχτα και κανείς να μη νιώσεις τις τύψεις που χορεύουν μπρος τα μάτια μου. Γιατί κάθε μέρα πασχίζω όλο και πιο σκληρά να ξεχάσω, ή να ‘χα τότε σκοτωθεί από εχθρικό βόλι.
- Ίσως και να ‘χεις κάποιο δίκιο, δεν αντιλέγω. Και για να μην με νομίζεις σκληρό κι αναίσθητο, θα σου κάνω μια πρόταση, είπε η μορφή.
- Σ’ ακούω, αποκρίθηκε διστακτικά ο άντρας.
- Επειδή τα επιχειρήματά σου, καθόλου περίεργα δεν μου ακούγονται, είμαι διατεθειμένος να σου χαρίσω τη ζωή και να σου εγγυηθώ ότι θα φτάσεις υγιής, ως τα βαθιά γεράματα. Όσο όμως για τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου, δεν μπορώ να σου εγγυηθώ τίποτα. Ίσως μια μέρα, τυχαία, κάποιος κίνδυνος να τους βρει και να τους χάσεις όλους μονομιάς. Ίσως να μπει ο εχθρός στο σπιτικό σου ή τους χτυπήσει αρρώστια βαριά. Εσύ θα ζήσεις, όμως θα νιώσεις τον πόνο που προκάλεσες σε τόσες άλλες οικογένειες. Η επιλογή είναι δική σου.
Όσο η μορφή μιλούσε, ο ταξιδιώτης, ένιωθε να χάνει μια- μια τις αισθήσεις του. Σαν να μην μπορούσε μήτε να δει μήτε ν’ ακούσει. Το όλο σκηνικό του φαινόταν τώρα τελείως παράδοξο και πάσχιζε να επαναφέρει τον εαυτό του στην πραγματικότητα. Το δίλλημα όμως παρέμενε μπροστά του κι έκανε τα πόδια του να τρέμουν και το στομάχι του ν’ ανακατεύεται. Ήξερε πως ο πόνος της οικογένειάς του θα ήταν ανείπωτος αν μάθαιναν το θάνατό του. Μα πώς μπορούσε να μην θυσιαστεί για χάρη τους ; Αυτή επιλογή του έμοιαζε τώρα ως ο μοναδικός λόγος ύπαρξής του.
Αμέτρητες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του, ώσπου τελικά κατέληξε σε μια. Η ζωή που είχε περάσει ως τώρα ήταν σκληρή, γεμάτη βία και απώλειες. Κανένας δεν θα μπορούσε να του εγγυηθεί ότι η οικογένειά του θα ‘ταν ασφαλής. Το μόνο που τον είχε κάνει να νιώσει πραγματικά χαρούμενος κι ολοκληρωμένος ήταν η γέννηση των δυο του παιδιών. Κι αν ο μόνος τρόπος για να τα προστατεύσει ήταν να θυσιαστεί ο ίδιος, τότε ας είναι. Και σκέφτεται τώρα και την κακόμοιρη γυναίκα, πώς θα σπαράζει σαν μάθει για τον χαμό του. Μα πώς να της πεις ότι το κάνει και για κείνη ; Μ’ ετούτες και με κείνες τις σκέψεις, του φαινόταν πως η απόφαση είχε πράγματι παρθεί από καιρό. Ποτέ του ως τώρα δεν είχε πιστέψει στη μοίρα, μα οι αμαρτίες του βρίσκονταν τώρα μπροστά του και τον κορόιδευαν επιδεικτικά. Σαν να υπάρχει, σκέφτηκε αντίθετα στα όσα πιστεύει, μια αόρατη κλωστή που κινεί τα νήματα ακριβώς όπως την προστάζουν.
Ξαφνικά όμως, το τοπίο φάνηκε να καθαρίζει. Η μορφή δεν ήταν πουθενά τριγύρω και στη θέση της βρισκόταν τώρα ένας άντρας. Φορούσε τη στολή του αντιπάλου και με το όπλο που κρατούσε, τον στόχευε κατευθείαν στο κεφάλι. Είχε ξυπνήσει, λοιπόν, απ’ το βαθύ του όνειρο , μα ήταν πρόθυμος να δεχτεί σιωπηλά τη θυσία του.