Το Σάββατο, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 64 ετών, ο Τζίμης Πανούσης. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ένιωσα πολύ περίεργα. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας ευφυής καλλιτέχνης, αλλά κυρίως γιατί σε ένα κομμάτι της εφηβείας μου τον ένιωθα να με ακολουθεί παντού. Μπορεί να τον πρωτοάκουσα όταν ήμουν περίπου 8 χρόνων, αλλά η ουσιαστική «γνωριμία» μας, έγινε πολύ αργότερα.
Το πρώτο τραγούδι του Τζιμάκου που έφτασε στα αυτιά μου, ήταν το «Κάγκελα Παντού». Το άκουγα περίπου 20 φορές την ημέρα και φανταζόμουν τον εαυτό μου με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, να κοιτάω την δασκάλα μου και να της αφιερώνω το «όλο εμένανε σηκώνει/ να πω μάθημα η δασκάλα/ θα την σφάξω σαν κουνέλι/ και θα βγω να παίξω μπάλα”. Ύστερα, έπιασα στα χέρια μου έναν δίσκο του από ζωντανή ηχογράφηση. Στο εξώφυλλο ήταν εκείνος. Κρατούσε ένα τριαντάφυλλο και το χέρι του είχε ματώσει, υποτίθεται από τα αγκάθια. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ένα τραγούδι για τον χειμώνα» και κατάλαβα, ότι ο Πανούσης δεν ήταν μόνο μια κωμική φιγούρα που έκανε φάρσες και καυτηρίαζε τους πάντες. Συνειδητοποίησα, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στην αγάπη και το μίσος του υπόλοιπου κόσμου.
Κι έρχεται μετά το «Γυφτάκι». Ένα τραγούδι που, όταν το άκουσα μου τρύπησε το μυαλό. Με έκανε να νιώθω αμήχανα. Καμιά φορά και άσχημα. Έκανα εικόνα τον εαυτό μου να περιγελά και να περιγελιέται. Σαν τον ήρωα του τραγουδιού. Να νιώθω ντροπή για μια γενιά που φυλακίζεται οικειοθελώς, μαζοποιείται και καταστρέφεται στις ντίσκο-καρμανιόλες. Να ξελογιάζεται από δήθεν μουσικάντηδες που πουλάνε την τέχνη με το κιλό.
Ήταν από αυτούς, που μου έδωσαν να καταλάβω (με την μουσική του), ότι τα ναρκωτικά δεν είναι το όπλο ενάντια στο σύστημα, αλλά το ίδιο το σύστημα. Η «Μικρή Τερέζα», γίνεται ένα σύγχρονο λάβαρο κατά των ναρκωτικών και με κάνει, γύρω στα 16 να σκεφτώ πολύ σοβαρά πολλά πράγματα.
Ο Τζιμάκος, όπως τον έλεγαν όλοι, με σημάδεψε με έναν δικό του τρόπο. Κι έτσι πάντα ταξιδεύαμε μαζί. Τον άκουγα και τον έβλεπα να γελάει σατανικά, όταν έκανα κάτι σωστό. Να με κοιτάει πονηρά στα λάθη. Να εμφανίζεται ντυμένος με μια μπλε φλοκάτη, όταν δεν ήθελα να γελάσω, καταστρέφοντας την αυθυποβολή μου. Να τραγουδάει «Κι εγώ σ’αγαπώ γαμώ τον Χριστό μου», φορώντας ράσα και πετραχήλι, κάνοντάς με να ακούω πέτρες να σπάνε.
Κι έτσι, θα σε θυμάμαι πάντα να τραγουδάς, να προβληματίζεις, να προβληματίζεσαι και να προκαλείς τους πάντες. Παρόλο που με είχες πικράνει κανά-δυο φορές, εγώ δεν μπόρεσα να σου κρατήσω κακία. Θα σε θυμάμαι και θα σε τραγουδάω.
Θα σε θυμάμαι και θα σου τραγουδάω…
Εικόνες άρθρου: Βαγγέλης Ζιμετάκης
new york jazz
Gamaei