Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το σενάριο του Regression, ταινίας που ήρθε το 2015, για να αναθεωρήσει στο κοινό τη πλέον συνηθισμένη ιδέα που προϋπήρχε για τη κατηγορία θρίλερ και μυστήριο. Σε όλο αυτό φυσικά, έβαλε το χεράκι του, ο Alexandro Amenabar, ο Ισπανός σκηνοθέτης που απέδειξε μέχρι στιγμής πως με ότι ασχοληθεί, αυτό γίνεται χρυσάφι.
Στη μουντή και χειμωνιάτικη Μινεσότα, ο ψυχολόγος Kenneth Rainers και ο ντετέκτιβ Bruce Kenner, προσπαθούν να εξιχνιάσουν την υπόθεση της νεαρής Angela, όταν κατήγγειλε για βιασμό τον πρώην αλκοολικό πατέρα της. Ο ίδιος, αδυνατεί να θυμηθεί το παραμικρό κι έτσι υποβάλλεται σε μια ψυχολογική μέθοδο που τον αναγκάζει να δημιουργεί καταστάσεις και εικόνες τις οποίες εν τέλει ενστερνίζεται και πιστεύει. Βασιζόμενοι στην ομολογία του πατέρα, τα δυο εκτελεστικά όργανα του νόμου, μα κυρίως ο Bruce, παρασυρόμενοι απ΄το συναίσθημα και τη συνείδηση τους, οδηγούνται σε λανθασμένες κινήσεις. Ένα παιχνίδι μεταξύ αλήθειας και φαντασίας, μεταξύ ύπνου και νηφαλιότητας, μεταξύ θρησκείας και αγνωστικισμού, λαμβάνει χώρα στο μυαλό των δύο πρωταγωνιστών, του Ντετέκτιβ και της Angela, η οποία μάλλον ξέρει να κρύβει καλά και να φορτώνει ευθύνες, παρά το νεαρό της ηλικίας της.
Ένα ανεπανάληπτα συνδυασμένο καστ, αποτελούμενο από τον βαρόνο του μυστηρίου και του ρομαντισμού παράλληλα, Ethan Hawke, την Emma Watson, τον David Thewlis, τον Σουηδό David Dencik και τέλος την Dale Dickey, ενσαρκώνουν την αγωνία, τη νευρικότητα και τη ψυχολογική υπερδιέγερση, στο άκρως ατμοσφαιρικό σενάριο, πλαισιωμένο από σκοταδιστικές θεωρίες και υπόνοιες. Ο Amenabar απ΄την άλλη, φροντίζει να δείξει εξ΄αρχής, το “ποιόν” της ταινίας, προκειμένου να υποστηρίξει τη ρεαλιστικότητα και να υπερτονίσει πως η συγκεκριμένη προσέγγιση, σε τίποτα δε θυμίζει τον εμπορικοποιημένο τρόμο που πλασάρεται τα τελευταία χρόνια στη μεγάλη οθόνη, εστιάζοντας από το θρησκευτικό φανατισμό, μέχρι και την ενδοοικογενειακή βία, με τον πιο περίτεχνο και διπλωματικό σκηνοθετικό τρόπο.
Ενώ ορισμένοι “πλεύρισαν” το Regression ως άλλη μια ταινία με εντελώς προσποιητή και καταπιεστική δομή, θα ήταν άδικο να μη προσεχθούν τα παραστατικά σημεία που έκαναν τη διαφορά. Το “στίγμα” του σκηνοθέτη, που φαίνεται να βελτιώνεται στο πέρασμα των χρόνων, ευδιάκριτο, ενώ για το τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως το “συναίσθημα”, (ίσως και η πλάνη), είναι ο συνδετικός κρίκος της όλης υπόθεσης.