Ο κόσμος καταστρέφεται, η ζωή που φανταζόσουν εξασθενεί, κάθε μέρα συναντάς στους δρόμους έρημα σώματα, που οι ψυχές τους τα εγκατέλειψαν και πλέον ζουν σαν αγρίμια. Κοιτάς απ’το παράθυρο και αντικρίζεις το χάος. Αναρωτιέσαι αν αυτός είναι ο σωστός κόσμος να χτίσεις τα όνειρά σου. Κι η απάντησή σου δεν είναι πάντα θετική, αλλά αναγκάζεσαι να συμβιβαστείς. Ίσως πάλι να πιστεύεις πως ακόμα και στην χαώδη και γεμάτη τρικυμίες πολιτεία που μεγάλωσες και συνεχίζεις να μεγαλώνεις, υπάρχει ελπίδα.Ακόμη. Κι ίσως κάποιος να σε έκανε να το πιστέψεις αυτό. Κάποιος που κατάφερε μία φορά να σε εμπνεύσει. Κι ήταν τόσο μεγάλη πηγή έμπνευσης που σε άφησε μόνο με όνειρα σε αναμονή, προς το παρόν ανεκπλήρωτους στόχους, σ’έκανε να γνωρίσεις διαφορετικές πτυχές του “Εγώ” σου, σ’άφησε να περιπλανηθείς σε δύσβατα μονοπάτια και σου κρατούσε το χέρι, δείχνοντας πως δεν ήταν μονάχα υποστηρικτής σου μα και συνοδοιπόρος σου.
Έρχεται μια στιγμή στη ζωή που καλείσαι να δώσεις έναν αγώνα για κάτι, να ποθήσεις ένα τέρμα τόσο πολύ που να μην θες να σταματήσεις να τρέχεις ώσπου να κατακτήσεις την πρώτη θέση, ν’αποκτήσεις κάτι ξεχωριστό και να το κάνεις δικό σου. Τότε δείλιασες. Χάθηκε η δίψα που είχες να πιεις νερό από ‘κείνη την πηγή που έψαχνες καιρό και έτσι αφυδατωμένος δόθηκες στην λύπη σου, την μίζερη εκείνη στάση σου, εκείνη του “δεν μπορώ”. Άφησες στην άκρη τα δάκρυα, πέταξες το μόχθο σου, ο ιδρώτας σου πήγε στράφη, έχασες εσένα γιατί έχασες και ό,τι αγαπούσες. Άφησες τα όνειρά σου να ξεγλιστρήσουν απ’τα δάχτυλά σου. Απογοητεύητηκες. Δεν τόλμησες την αλλαγή. Τότε, λοιπόν, στις δυσκολότερες ώρες σου βρέθηκε εκεί η δάσκαλός σου, ο καθοδηγητής της σκέψης, του νου σου. Σου ‘δειξε την κατεύθυνση, σε επέπληξε για αυτή σου την απαθή, αδρανή συμπεριφορά και πίστεψε σε ‘σένα, στη δύναμη που κρύβεις μέσα σου.
Ο δάσκαλος εκείνος, δεν ήταν απαραίτητα δάσκαλος στο επάγγελμα. Μπορεί να ‘ναι ένας συγγενής, ένας φίλος, ένας περαστικός. Όλοι όσοι μας περιστοιχίζουν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δάσκαλοι. Εκείνος ο ξάδερφος, λοιπόν, ο πατέρας, ο θείος που πάλεψε με ‘κείνη την ανίατη αρρώστια, είτε τα κατάφερε ή όχι, σαν ήρωα τον κοιτάζεις πια, είτε ζωντανά είτε σε μια φωτογραφία που τον απεικονίζει. Σε ενέπνευσε να ζήσεις. Σου έδειξε πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να χωράει μέσα της η κακία ή η θλίψη. Εκείνος ο φίλος που παλεύει με την κακοτυχία του και οι αναποδιές του έρχονται η μία πίσω από την άλλη, σε ενέπνευσε να παλέψεις κι εσύ περισσότερο, αψηφώντας τα εμπόδια και με φυλαχτό την πίστη για το κάτι καλύτερο να ξυπνάς αισιόδοξα κάθε πρωί και να ευχαριστείς που περπατάς, που αναπνέεις, που βλέπεις, που κάνεις πράγματα που σε γεμίζουν ή τουλάχιστον προσπαθείς γι αυτά. Η κακοτυχία του φίλου σου είναι για ‘κείνον ένα εμπόδιο, μα δεν τα παράτησε. Ούτε κι εσύ. Ο περαστικός πέρασε δίπλα από έναν άστεγο και του έδωσε χρήματα για να αγοράσει φαγητό, χάρηκε μόλις είδε το κάπως κιτρινισμένο χαμόγελο του αστέγου. Και σ’ ενέπνευσε κι αυτό. Η καθημερινή πράξη αγάπης.
Βλέπεις, άνθρωπε, καθημερινά παίρνεις μαθήματα από τους ανθρώπους που σε περιστοιχίζουν. Το θέμα είναι να έχει κανείς ανοιχτά τα μάτια του για να τα δει. Άνθρωποι πίστεψαν σε σένα, σε ώθησαν να κάνεις το σωστό ή και το λάθος, μα ό,τι η καρδιά σου υποδείκνυε. Κάποιος σου χαμογέλασε, σε εκθείασε για να κολακευτείς γιατί, ως γνωστόν, οι άνθρωποι είμαστε ναρκισσιστικά όντα και επιζητούμε την επιβεβαίωση. Χρειαζόμασταν κάποτε ένα γερό χτύπημα ώστε απ’τα χαμηλά, ν’ανέβουμε στα ψηλά και να βρούμε και πάλι την ταυτότητά μας και βγήκαμε και πάλι σε αυτή την πάλη, χωρίς σαφή ανταγωνιστή μα με σύμμαχο τον εαυτό μας και το δάσκαλο, το παράδειγμα προς μίμηση που μας έμαθε ν’αγαπάμε τη γνώση, να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ήταν δάσκαλος εκείνος που μου είπε μια μέρα “Δεν μπορείς ν’αλλάξεις μονάχος σου τον κόσμο. Άλλαξε τον ευατό σου πρώτα και βλέπουμε”. Αυτό προσπάθησα κι αυτό προσπαθώ. Ονειροπολώ ακόμη. Γεμίζω τον ουρανό μ’αστέρια τη νύχτα και τη μέρα κάτω απ’τον ήλιο στέκομαι και εμπνέομαι. Πηγή έμπνευσης και το φως του. Πηγή ζωής κι ελπίδας.