Η ηθοποιός,ποιήτρια και σεναριογράφος με την αξιοσημείωτη πορεία στο χώρο της τέχνης και την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, που στιγμάτισε με το έργο της περισσότερες από μία γενιές.
Γεννημένη την 1η Ιουνίου 1940 χαρακτηρίστηκε “παιδί-θαύμα”, καθώς από τα έξι της μόλις χρόνια άρχισε να παίζει στο θέατρο. Παρά την αυστηρότητα του πατέρα της, λέγεται ότι αυτός την μύησε στην ποίηση και στήριξε περισσότερο από κάθε άλλον την επιθυμία της να ασχοληθεί με την υποκριτική. Σπούδασε θέατρο και χορό στις σχολές του Τάκη Μουζενίδη και της Κούλας Πράτσικα, αντίστοιχα, ενώ η πρώτη κινηματογραφική της δουλειά ήταν το 1952, στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου “Ο Άλλος”.
Ιδιαίτερα γνωστή, όμως, έγινε από την συμμετοχή της σε ταινίες της “Φίνος Φιλμ” την “χρυσή εποχή” του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1960 και μετά. Σε δεκάδες ταινίες ανέλαβε δευτερεύοντες ρόλους, υποδυόμενη συνήθως την ελαφρόμυαλη και ατίθαση, ενώ έκανε τα πρώτα της βήματα στο σανίδι με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και την παράσταση “Κύριος 5%”. Μετά την πτώση της Χούντας απαρνήθηκε τον εμπορικό κινηματογράφο και εντάχθηκε σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ενώ πολλές φορές συνελήφθη και δέχτηκε απαξιωτική συμπεριφορά από τους αστυνομικούς. Παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Μυρτώ. Η πρώτη της εμφάνιση σε ταινία του σύγχρονου κινηματογράφου ήταν στην ταινία “Το βαρύ πεπόνι” του Τάσιου, για την οποία έλαβε το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1984 τιμήθηκε, επίσης, με το βραβείο Β’ γυναικείου ρόλου για την ταινία “Όστρια ή το τέλος του παιχνιδιού”, στην οποία έγραψε και το σενάριο μαζί με τον Ανδρέα Θωμόπουλο.
“Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω «ποιητής» Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν.”
Η ποιητική της διαδρομή ξεκίνησε το 1978, καταφέρνοντας να περάσει στο κοινό τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς της για την ζωή. Το πρώτο βιβλίο της “Τρία κλικ αριστερά” εκδόθηκε το 1983 και ξεπέρασε τα 40.000 αντίτυπα, ενώ μεταφράστηκε και στα αγγλικά και κυκλοφόρησε στην Αμερική. Ο αριθμός ήταν πολύ σημαντικός για την εποχή, αφού μέχρι τότε μόνο ο Ελύτης και ο Ρίτσος τον είχαν φτάσει. Η έντονη πολιτική της σκέψη, οι κοινωνικές ανησυχίες της και η απαξιωτική της στάση απέναντι στο κατεστημένο είναι εμφανείς σε όλη της την ποιητική παρακαταθήκη. Το τελευταίο της βιβλίο εκδόθηκε το 2002, μετά τον θάνατό της με τον τίτλο “Η τελευταία Οδύσσεια”. Πολλά ποιήματά της έχουν μελοποιήσει μεταξύ άλλων ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Παντελής Θεοχαρίδης και ο Τάσος Ρωσόπουλος.
Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και αγαπητή. Στήριξε μέχρι το τέλος τον Νικόλα Άσιμο, ενώ ήταν φίλη του Αντώνη Καφετζόπουλου, του Παύλου Σιδηρόπουλου και της Όλιας Λαζαρίδου. Εθίστηκε στα ναρκωτικά προσπαθώντας να βοηθήσει την επίσης τοξικομανή κόρη της, η οποία αυτοκτόνησε σε ηλικία 48 ετών το 2015. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Κατερίνα Γώγου ήταν αποξενωμένη και ελάχιστοι άνθρωποι βρέθηκαν στο πλευρό της, κάποιοι συγγενείς και ο εκδότης της εφημερίδας “Το ποντίκι”. Το 1993, σε ηλικία μόλις 53 ετών αυτοκτόνησε με υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η σωρός της καθυστέρησε να αναγνωριστεί δύο μέρες, αφού αμέσως μετά τον θάνατό της ο φίλος της που την οδήγησε στις πρώτες βοήθειες εξαφανίστηκε.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο, δεν έχω πολλά να πω. Πιστεύω πως τα έχει πει όλα η ίδια με τους παρακάτω στίχους.
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.