Απ΄τα φώτα και τη λάμψη της Νέας Υόρκης, στα ηλεκτρόδια της Ηλεκτροσπασμοθεραπείας και απ΄τα όνειρα μιας νεαρής κοπέλας, στην αυτοκτονία, κινείται το μοναδικό μυθιστόρημα της αμερικανής ποιήτριας Σύλβια Πλαθ. Μια ιστορία ημιβιογραφική με αλλοιωμένα ονόματα και ορισμένες καταστάσεις γνώρισε τη δημοσιότητα του αναγνωστικού κοινού το Ιανουάριο του 1963, λίγο πριν δηλαδή τη τραγική αυτοχειρία της ταλαιπωρημένης από κατάθλιψη Plath.
Ακόμη και όταν η Έστερ Γκρίνγουντ βρίσκεται για δουλειά στη Νέα Υόρκη ένα μήνα του καλοκαιριού, αδυνατεί να προσαρμοστεί με τα υπόλοιπα κορίτσια της ηλικίας της, αρνείται να συνυπάρξει με τις σκέψεις ενός λογικού ανθρώπου. Η έλλειψη πληρότητας και εσωτερικής γαλήνης την καθοδηγούν προς τον αποτρόπαιο παραλληλισμό της ζωής της με εικόνες πτωμάτων και νεκρών εμβρύων διατηρημένα σε βάζα, που κάποτε είχε αντικρίσει και από τότε δε μπορεί να ξεχάσει. Ασφαλώς τα γεγονότα εξελίσσονται δίχως καμιά βελτίωση της ψυχοσύνθεσης και της διάθεσης της, οξύνοντας μάλιστα την κατάσταση της το παραμικρό ερέθισμα, συναισθηματικό και μη (μιας και σύμφωνα με τα λεγόμενα της αντιλαμβανόταν τα πάντα με μια απάθεια και ανορεξία) . Το κυνηγητό της με διάφορα κοινωνικά στερεότυπα που μοιάζουν άπιαστα γι αυτήν, παρ΄ότι τα σιχαίνεται και της προκαλούν μόνο απέχθεια και μιζέρια, την ενοχοποιούν στο μυαλό της, με αποτέλεσμα η φαντασία της να δημιουργεί έναν κόσμο τερατώδη απ΄τον οποίο προτιμά να απουσιάζει.
Με μια σειρά παραστάσεων που διαρκώς μεταβάλλονται, η Sylvia Plath, κατάφερε να περιγράψει βήμα βήμα την αυτοκαταστροφή της, το πως δηλαδή ο πραγματικός της εαυτός αναδύεται μέσα απ΄τη τρέλα και τη κατάθλιψη. Η αιχμηρή πένα της και το κυνικό της ύφος, συνέβαλλαν στην όλη γλυκό-πικρή προσπάθεια να γράψει ένα τελειωτικό ημερολόγιο (μέσα στα υπόλοιπα που κατά περιόδους κρατούσε και ο σύζυγος της Ted Hudges φρόντισε να καταστρέψει προκειμένου να μη γνωρίσουν τη δημοσιότητα) δίχως αναστολές και ενδοιασμούς για θέματα που ως τότε αποτελούσαν ταμπού, όπως η “παρθενιά των 19” που τόσο πολύ μισούσε πάνω της ή τις θεραπείες της σε διάφορα ψυχιατρικά άσυλα. Παραθέτοντας τον εαυτό της στο κέντρο της δημιουργίας του έργου αυτού και βαδίζοντας με απόλυτη σιγουριά και διακριτικότητα στα πεπαλαιωμένα -για τότε- μονοπάτια της ευφυίας της αμερικανικής λογοτεχνίας, η συγγραφέας επιχειρεί με χαρακτήρα άκρως εξομολογητικό να μιλήσει και να καυτηριάσει ορθάνοιχτα τη ταπείνωση, την ολοκληρωτική εσωστρέφεια και τη προσωπική φθορά που μέρα με τη μέρα μετασχημάτιζαν το “Είναι” της. Η αυτοτοποθέτηση της στο γυάλινο κώδωνα ήταν ότι πιο σωτήριο και ότι πιο καταστροφικό συνάμα, αφού το μέσα της πάλευε απ΄τη μια με ένα σωρό πρωτόγνωρες εμπειρίες και απ΄την άλλη με όλους αυτούς τους δαίμονες που προκαλούσαν τη πλήρη αποσύνθεση της, η οποία υπερίσχυσε, κάνοντας την εν τέλει να αποστασιοποιείται από οτιδήποτε οικείο και αποδεκτό προσπαθούσαν να της επιβάλουν.
Η εγγύτητα της Σύλβια Πλαθ με το θάνατο ανέκαθεν σόκαρε τη κοινή γνώμη αν και μυθοποίησε το όνομα της στο πέρασμα των χρόνων. Δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα πνεύμα καταπιεσμένο και ίσως ελάχιστο γι αυτό το κόσμο… Το απέδειξε άλλωστε με κάθε τρόπο στο “Γυάλινο Κώδωνα”.
Ο Δερματοστίκτης του Άουσβιτς: Γιατί δε νικάει πάντα ο πόλεμος…