Γιώργος Λάνθιμος: Ένα όνομα διττής φύσεως. Για κάποιους θεωρείται ένας από τους καλύτερους, εξυπνότερους και ικανότερους νέους δημιουργούς ταινιών. Για άλλους πάλι θεωρείται επιτηδευμένος, ψεύτικος και αχρείαστα προκλητικός. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος κατηγορία, γιατί στην ίδια την τέχνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος· αυτό είναι άλλωστε που την κάνει τόσο όμορφη.
Μήπως όμως πολλές φορές κρίνουμε καταστάσεις και γεγονότα επειδή δεν τα καταλαβαίνουμε ή επειδή μας φαίνεται κάτι τόσο αφύσικο που δεν του δίνουμε δεύτερη σκέψη; Μήπως αυτό γίνεται εντονότερο με τους ανθρώπους; Μήπως ακούγομαι σαν ψευτο-κουλτουρέ quote του facebook; Η απάντηση είναι «ναι» και στα τρία ερωτήματα. Ας δούμε λίγο τι πραγματεύεται η ταινία, λοιπόν, και ας αφήσουμε συμπεράσματα και σχόλια για το τέλος, για μια φορά.
Το σκηνικό λαμβάνει χώρα σε ένα μέλλον δυστοπικό. Αφιλόξενο, ξένο, απρόσωπο και τρομαχτικό. Ένας άντρας ονόματι David (Colin Farrell) πηγαίνει σε ένα ξενοδοχείο το οποίο έχει ως σκοπό του να φέρει κοντά τους ανθρώπους βρίσκοντας τους ένα ταίρι. Δεν ακούγεται και τόσο άσχημο, μα είναι. Σε αυτούς τους ανθρώπους δίνονται σαράντα πέντε ημέρες να βρουν ταίρι, αλλιώς θα μεταμορφωθούν σε ένα ζώο της επιλογής τους και θα αφεθούν ελεύθεροι στην άγρια φύση. Ο David αναφέρει από την αρχή της ταινίας πως ο σκύλος που έχει φέρει μαζί του είναι ο αδερφός του ο οποίος είχε αποτύχει να βρει ταίρι στο χρονικό διάστημα που του είχε δοθεί και επίσης δηλώνει πως εάν εκείνος δεν τα κατάφερνε θα ήθελε να γίνει αστακός, καθώς το ζώο αυτό έχει γαλάζιο αίμα και -κυρίως- έχει την ιδιότητα να ζευγαρώνει για όλη του τη ζωή, όπως μας έχει ήδη πει η Phoebe Buffay από τα “Φιλαράκια”. Οι περισσότεροι προτιμούν να γίνουν σκύλοι ή γάτες μα ο David έχει αυτήν, την μάλλον ιδιαίτερη επιθυμία, την οποία αν κάποιος δεν ακούσει καθαρά, είτε θα γελάσει είτε θα χάσει το ενδιαφέρον του. Στην πορεία της ταινίας μας αποκαλύπτεται πως ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι πελάτες αφήνονται στο δάσος κοντά στο ξενοδοχείο με όπλα αναισθησίας στο οποίο κατοικούν οι λεγόμενοι Loners – Οι μοναχικοί. Ο κάθε ένας Loner που κατορθώνει ένας από τους πελάτες να αναισθητοποιήσει, του προσφέρει μία επιπλέον μέρα στο ξενοδοχείο και επομένως επιπλέον χρόνο προς αναζήτηση ταιριού. Στο δεύτερο μισό της ταινίας, o David δραπετεύει από το ξενοδοχείο και πηγαίνει στο δάσος όπου γίνεται μέλος μιας μικρής κοινότητας των loners όπου απαγορεύεται να ζευγαρώσουν. Η υπόλοιπη πλοκή είναι θέμα λεπτομέρειας και επιπλέον προς αποφυγή spoil θα προσπεραστεί.
Έχουμε λοιπόν ένα σενάριο το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Πρωτότυπο μεν, μα η ιδιαιτερότητα του είναι τόσο αφιλόξενη στο ευρύ κοινό που ίσως να μην έχουν σκεφτεί πόσο απλή ταινία είναι και πόσο απλά πράγματα λέει.
Το ξενοδοχείο είναι ένα μέρος που όσοι αισθάνονται μόνοι μπορούν να καταφύγουν εκεί και να έχουν μια ευκαιρία για να ξεφύγουν από την μοναξιά τους με μια φοβερή συνέπεια αν αποτύχουν. Στο δάσος ζουν οι μόνοι, εκείνοι που η κοινωνία τους έχει εξορίσει και τους χρησιμοποιεί για να πραγματοποιήσει τους σκοπούς της. Στην ουσία αυτό το “δυστοπικό μέλλον” είναι το παρόν μας. Το ζούμε καθημερινά, το βλέπουμε γύρω μας, και οι περισσότεροι το έχουμε αισθανθεί.
Η ταινία περιγράφει τόσο ακέραια και ταυτόχρονα τόσο εκτός της συνηθισμένης ανθρώπινης έκφρασης τον μεγαλύτερο προβληματισμό του ανθρώπινου είδους: την μοναξιά. Κάποιοι θα έδιναν ακόμη και την ανθρωπιά τους για να μην είναι μόνοι τους. Θα προτιμούσαν να μεταμορφωθούν σε ζώα, σε κτήνη και να αφεθούν ελεύθεροι στην φύση όπου τα ανώτερα -σε τροφική αλυσίδα πάντοτε- ζώα θα σκότωναν ούτως ή άλλως. Αρκεί να έχουν μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους. Το πρόβλημα όμως είναι άλλο. Αυτοί οι άνθρωποι της ταινίας και κατά συνέπεια του παρόντος, ζουν σε μια μιζέρια ή η κοινωνία τους έχει επιβάλλει να σκέφτονται έτσι; Μήπως το ζευγάρωμα τελικά δεν είναι ο μοναδικός και ο κυριότερος προορισμός του ανθρώπου; Ή ακόμη και αν είναι μήπως αντί για το ισχυρότερο ζώο της φύσης είμαστε το πιο βασανισμένο λόγω ακριβώς αυτού;
Από την άλλη, οι Loners είναι εκείνοι που ζουν εξόριστοι. Ταπεινωμένοι να κατοικούν κάτω από αντίξοες συνθήκες ενώ οι υπόλοιποι στο ξενοδοχείο και μάλιστα αν καταφέρουν να ζευγαρώσουν, τους προσφέρεται και μια εβδομάδα κρουαζιέρα. Ας κάνουμε την αναλογία στον δικό μας παροντικό κόσμο. Πόσες φορές έχετε ακούσει, έχετε δει, και κυρίως έχετε αισθανθεί εσείς οι ίδιοι πως όποιος είναι μόνος του είναι και στεναχωρημένος , θλιμμένος, μίζερος, κακομοίρης και τα λοιπά; Δεν έχει σημασία το τι νιώθει το ίδιο το άτομο. Μπορεί να είναι χαρούμενο, μπορεί να μην έχει ανάγκη για ταίρι εκείνη τη στιγμή ή γενικότερα, μα δεν νοιάζει κανέναν αυτό. Αρκεί να έχει ταίρι για να είναι ευτυχισμένο.
Ένα άλλο πρόβλημα που θίγει η ταινία είναι εκείνο του σεξ. Προηγουμένως παραλείφθηκε στην πλοκή επίτηδες για να αναφερθεί τώρα. Στο ξενοδοχείο απαγορεύεται ο αυνανισμός, παρ’ όλα αυτά αν βρεις ταίρι μπορείς να κάνεις σεξ. Στον κόσμο μας έχει ακριβώς την ίδια υπερεκτιμημένη δύναμη. Εάν κάνεις σεξ είσαι χαρούμενος (γιατί έχεις και ταίρι) μα εάν αυνανίζεσαι, παρ’ όλο που είναι κάτι ανθρώπινο και που το κάνουν όλοι, είσαι μόνος σου, άρα μίζερος, άρα δυστυχισμένος και άρα πρέπει να βρεις κάποιον.
Είναι σε τελική ανάλυση τόσο σημαντικό το ζευγάρωμα; Σίγουρα έχει σημασία, σίγουρα ο έρωτας είναι ένα από τα δυνατότερα και πιο όμορφα ανθρώπινα συναισθήματα -ίσως και το δυνατότερο- μα πλέον δεν μιλάμε για έρωτα. Μιλάμε για την εκχυδαιοποίηση του. Όχι επειδή πλέον το σεξ έχει καταντήσει μια πράξη μεταξύ αγνώστων. Κάτι χειρότερο από αυτό. Είναι η πίεση που ασκεί ο καθένας στον εαυτό του πλέον για να ερωτευτεί. Είναι ο φόβος μήπως δεν ερωτευτεί ποτέ και κυρίως μήπως δεν τον ερωτευτούν. Είναι η ζήλια που νιώθει όταν βλέπει ερωτευμένους. Όλα αυτά τον κάνουν πλέον χυδαίο και απρόσωπο· λίγο και αναγκαίο. Αυτό οδηγεί σε τάσεις φυγής από τον έρωτα και σε μια ανάγκη να κλειστούμε όσο πιο πολύ μπορούμε στην μοναχικότητα μας, όπως ο David που εγκατέλειψε την προσπάθεια του να ερωτευτεί και έτρεξε στο δάσος για να μείνει μόνος του· σε μια κοινότητα βέβαια, αλλά μόνος του. Ίσως τελικά ο έρωτας να είναι μια φυσική διαδικασία που πρέπει να γίνει αυτόματα, όπως βλέπουμε στον Αστακό. (Απαραίτητο, μα μικρό spoiler.)
Αν έφτασες μέχρι εδώ σημαίνει πως άκουσες παρά τη θέληση σου. Τώρα μπορείς να το δεις. Μπορείς και να μην το δεις. Μπορείς να πεις πως ο Λάνθιμος είναι ιδιοφυΐα. Μπορείς να πεις πως είναι ψεύτικος και βλάκας. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η τέχνη με όποιον τρόπο και αν γίνεται, σε όποιον και αν απευθύνεται. Και αυτή η ταινία είναι τέχνη.