Η πρώτη μου αντίδραση στο κόσμο αυτό! Η σιγουριά μου πως έχω αισθήματα, πως δεν είμαι άτρωτη, παρά μονάχα νοήμων. Ο μόνος τρόπος που ξέρω να δυναμώνω τη ψυχή μου. Τα δάκρυα, ήταν και θα είναι η καλύτερη μου συντροφιά, η παρηγοριά μου στη λύπη, στη απόρριψη, την απώλεια.
“Αυτοί που δε ξέρουν να κλαίνε με όλη τους τη καρδιά, δε ξέρουν ούτε να γελούν”
είπε κάποτε ο Μέιρ. Δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν άνθρωπο που να μην έχει κλάψει, ακόμα και στην ενήλικη ζωή του. Το κλάμα είναι ίσως η μόνη σύνδεση του οργανισμού με τον συναισθηματικό μας κόσμο, με τη ψυχή μας. Μόνο τα δάκρυα, τα αληθινά, ξεσκεπάζουν την εικόνα του μέσα μας, τον ενθουσιασμό, τη χαρά, τη στεναχώρια, την αμαρτία. Ακόμα και όταν γελάμε, μάθανε τα μάτια να υγραίνονται, να τρέχουν. Έκλαψα κι εγώ, όταν έφερα ζωή στο κόσμο, όταν έχασα αγαπημένα πρόσωπα. Έμαθα να ζω με αυτό που με ζωντανεύει, που “μουδιάζει” ότι με “καίει”, ότι με σκοτώνει. Διδάχθηκα να μη κρυώνω από την υγρασία των δακρύων μου, λυτρώθηκα χάρη σε αυτά, μετανόησα για την ενοχή που δε μπόρεσα να πω πουθενά.
Χρόνια και χρόνια μας περνούν το νόημα πως…”Μόνο οι αδύναμοι χαρακτήρες κλαίνε”. Πόσα λίγα ξέρουμε για τους ανθρώπους τελικά. Δε ντράπηκα ποτέ να κλάψω! Ουδέποτε θέλησα να φανώ η δυνατή κι όμως όλοι με θεωρούσαν “λιοντάρι”. Με βλέπανε να κλαίω με λιγμούς και ήξεραν πως στο τέλος θα τα καταφέρω. Κι όντως δεν απογοήτευσα κανέναν τους, γιατί μέσα από τα δάκρυα μου, αντλούσα τη δύναμη που δε μπορούσα αλλού να βρω, το σθένος και τα κότσια. Έδιωχνα τη πίεση και τον αρνητισμό από τα σωθικά μου. Και όπως μετά τη βροχή, ξεπροβάλει το ουράνιο τόξο, έτσι μετά τα δάκρυα, έρχεται η ψυχραιμία, η ορθή σκέψη με καθαρό μυαλό. Τότε είναι που ο άνθρωπος πατά ξανά στα πόδια του και στηρίζεται ολόκληρος σ’ αυτά, ψυχή τε και σώματι.
Έτσι λοιπόν, η ζωή μου μετέφερε ένα σοφό μότο. Να μη φοβάμαι όποιον κλαίει και γελάει με τη ψυχή του. Είναι η σπανιότητα της εποχής, να μη φοβάται κάποιος να δείξει αυτό που πραγματικά νιώθει…αυτό που πραγματικά είναι!