Ο διάσημος Βέλγος ντεντέκτιβ Ηρακλής Πουαρό, μετά από ένα ταξίδι στη Συρία, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και ετοιμάζεται να ταξιδέψει προς το Λονδίνο με το τρένο. Καθώς είναι βιαστικός, καταφέρνει για καλή του τύχη (;) να κρατήσει μια θέση στο Οριάν Εξπρές. Ενώ το τρένο διασχίζει τα Βαλκάνια, τα σχέδια του αλλάζουν. Στο ιδιαίτερο βαγόνι με κατεύθυνση το Καλέ διαπράττεται ένας φόνος και πλέον μια χιονοθύελλα εμποδίζει το Οριάν Εξπρές να ταξιδέψει. Μια νέα πρόκληση εμφανίζεται για τον Πουαρό.
Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά ένα από τα διασημότερα αστυνομικά μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές. Το έργο δημοσιεύεται το 1934, όντας εμπνευσμένο από το αποτρόπαιο έγκλημα που είχε πλήξει δύο χρόνια πριν την οικογένεια του αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ. To μυστήριο που δημιουργεί η Αγκάθα Κρίστι ξεχωρίζει ανάμεσα στα έργα της για την πρωτοτυπία στην υπόθεση και την αγωνία που προκαλεί. Έχοντας ως βάση ένα υπαρκτό έγκλημα, δίνει σημασία σε κάθε λεπτομέρεια, κατασκευάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια περίπλοκη ιστορία, η οποία συναρπάζει τον αναγνώστη με κάθε καινούρια σελίδα που αυτός διαβάζει. Ένα ακόμα, όμως, στοιχείο που κάνει το βιβλίο αυτό ξεχωριστό είναι ο ηθικός προβληματισμός που προκαλείται στον απόηχο του εγκλήματος, καθώς η λέξη κλειδί της ιστορίας είναι η εκδίκηση.
Το αριστούργημα αυτό της Αγκάθα Κρίστι ήταν αδύνατον να μην μεταφερθεί στη ‘’μεγάλη οθόνη’’. Σαράντα χρόνια μετά την δημοσίευση του βιβλίου, το 1974, πραγματοποιείται η πρώτη προσπάθεια με σκηνοθέτη τον Σίντνεϊ Λουμέτ. Η ταινία μένει πιστή στην ιστορία που έγραψε η Κρίστι και αποδίδει αρκετά επιτυχημένα την ατμόσφαιρα που επικρατεί κατά την εξέλιξή της, δίνοντας βάση στην λεπτομέρεια, όπως και το βιβλίο. Όπως συχνά συμβαίνει, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι η ταινία μπορεί να αφήσει στον θεατή την ίδια ιδιαίτερη αίσθηση αγωνίας και φόβου, όπως καταφέρνει το βιβλίο. Σίγουρα, όμως, αποτελεί μια ταινία με αξιόλογες ερμηνείες, που μεταφέρει τον θεατή στο Οριάν Εξπρές της δεκαετίας του 1930, όπως το φαντάστηκε τότε η Αγκάθα Κρίστι, και αξίζει να την δει κανείς ανεξάρτητα από το αν έχει διαβάσει το βιβλίο ή όχι.
Το 2017 ήταν η χρονιά που το κλασικό αυτό μυθιστόρημα επέστρεψε στην μνήμη του κοινού, με μια νέα προσπάθεια να αποδοθεί κινηματογραφικά. Την προσπάθεια ανέλαβε ο σκηνοθέτης Κένεθ Μπράνα συγκεντρώνοντας στο καστ μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλυγουντ και ανεβάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσδοκίες του κοινού και των κριτικών. Η ταινία είναι φανερά βασισμένη στην εκδοχή του Λουμέτ. Ο Μπράνα, όμως, προσπαθεί να παρουσιάσει την ιστορία με πιο μοντέρνο τρόπο, αφήνοντας στην άκρη το ύφος αστυνομικού μυστηρίου (και τις λεπτομέρειες στην ιστορία που το ‘’κτίζουν’’). Ταυτόχρονα, προσθέτει στην ιστορία κομμάτια, τα οποία δεν υπήρχαν στην αρχική εκδοχή, θέλοντας να δώσει ύφος πιο περιπετειώδες στην ταινία και να αυξήσει με αυτόν τον τρόπο την αγωνία του κοινού. Η ταινία δέχτηκε διάφορες κριτικές. Το ρίσκο που πήρε ο Κένεθ Μπράνα κάνοντας πιο μοντέρνο αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα και δίνοντάς του στοιχεία ταινίας δράσης, ήταν μεγάλο, με αποτέλεσμα να ικανοποιήσει αφενός ένα μέρος του κοινού, και να απογοητεύσει αφετέρου ένα άλλο, το οποίο θεώρησε ότι τέτοιου είδους στοιχεία δεν ταιριάζουν με το ύφος της ιστορίας. Φυσικά, δεν έμεινε απαρατήρητη η (κάπως) αμφιλεγόμενη τοποθέτηση γνωστών ηθοποιών (όπως ο Τζόνι Ντεπ) σε ρόλους που είτε δεν ταίριαζαν στους ίδιους, είτε εμφανίζονταν ελάχιστα στο έργο, απογοητεύοντας έτσι όσους είχαν πολύ υψηλές προσδοκίες από αυτόν τον τομέα.
Παρά τις προσπάθειες να εκμοντερνιστεί από μερικούς, το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές εκατό σχεδόν χρόνια μετά αποδεικνύει πως είναι ένα έργο κλασικό, το οποίο ο κάθε λάτρης των ιστοριών μυστηρίου οφείλει να διαβάσει. Λίγοι, εξάλλου, καταφέρνουν να δημιουργήσουν το τέλειο μυστήριο που έπλασε η Αγκάθα Κρίστι, μιλώντας την ίδια στιγμή για τον ανθρώπινο πόνο και την εκδίκηση.