Είναι καιρός τώρα που λέμε πως ο τομέας “θρίλερ-τρόμος” έχει κλείσει, αφού πλέον οι σεναριακές ιδέες έχουν στερέψει και οι σκηνοθετικές διαστάσεις παραμένουν στάσιμες. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τη ταινία “The Intruder”, ένα ψυχολογικό θρίλερ που ενώ το σενάριο του έμοιαζε πρωτότυπο, η θέαση της όλης προσπάθειας μάλλον κατέληξε κάτι λιγότερο από κουραστική.
Ένα αγαπημένο ζευγάρι νέων αποφασίζει να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο τους όνειρο, όταν αγοράζουν ένα πολυτελές σπίτι στη Napa Valley. Κι ενώ μεταξύ τους όλα μοιάζουν υπέροχα, με σχέδια για το μέλλον στη νέα τους κατοικία, υπάρχει μια παραφωνία που δεν τους επιτρέπει να απολαύσουν την ιδιωτικότητα τους. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του σπιτιού δε φαίνεται να είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το αγαπημένο του οίκημα με το οποίο συνδέεται στενά, ενώ κάποια μυστικά του παρελθόντος σε συνδυασμό με την ύποπτη συμπεριφορά το, οδηγούν τους πρωταγωνιστές στο σημείο της τρέλας.
Θα ήταν πραγματικά άδικο αν δεν αναγνωριζόταν η σεναριακή δοκιμή σε κάτι όχι και τόσο χιλιοπαιγμένο – όπως ο εμμονικός πρώην ιδιοκτήτης-. Όταν όμως άρχισε να εκτυλίσσεται η πλοκή, ήταν σαν να βλέπαμε σκηνές με τις οποίες δεκάδες φορές ήρθαμε αντιμέτωποι. Αρχίζουν οι τριβές του ζευγαριού με ένα “παλιό αγκάθι”, ο δολοφόνος ρίχνει σιγά σιγά τη μάσκα του, εφόσον πρώτα σκοτώνει κάποιον οικείο για τον αντίπαλο του και η γυναίκα νιώθει τόσο ευάλωτη που έχει ανάγκη από κατανόηση και φοβάται τη μοναξιά, αντιλαμβάνοντας τελευταία πάντα τις προθέσεις του μυστήριου άνδρα. Η σκηνοθεσία, που υπογράφεται από τον Ντίον Τέιλορ, στο τέλος χάνει ότι καλό έδωσε στο ξεκίνημα. Από την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα γεμάτη πάθος δεμένη σωστά με ελάχιστα -μα απαραίτητα- jump scares, καθοδηγεί τον θεατή στη ρουτίνα του ανθρωποκυνηγητού με τον “καλό ” συνήθως στη πιο αδύναμη θέση, ενώ ο “κακός” να αργεί ακόμη και στο θάνατο του.
Σίγουρα μιλάμε για μια ταινία που παρά τα κλισέ της δε θα περάσει απαρατήρητη, αφού προωθήθηκε καλά πριν τη κυκλοφορία της. Ωστόσο το αποτέλεσμα για πολλούς ήταν ελλειπέστατο φαντασίας και ευστροφίας.