Οι κριτικές της όχι και τόσο ικανοποιητικές και απ΄τον κόσμο όχι ιδιαίτερα αγαπητή. Τι ήταν όμως αυτό που κατέστησε τη ταινία “The Wind” σαν μια δυνατή προσπάθεια με εναλλακτικό τέλος;
Κάπου στο 19ο αιώνα, η επιδέξια και εργατική Λίζι, ζει με τον σύζυγο της σε μια απομακρυσμένη έκταση της Αμερικής, η οποία απέχει μίλια απ΄τον πολιτισμό. Με μοναδική της συντροφιά τον δυνατό άνεμο, μιας και ο άνδρας της λείπει αρκετές ώρες απ΄το σπίτι, η Λιζι αισθάνεται την απειλή από μια ανώτερη παρουσία, που θεωρεί ότι πλανάται στη περιοχή. Τα πράγματα μοιάζουν να χειροτερεύουν όταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι μετακομίζει κοντά τους. Κρίσεις παράνοιας και παραλογισμού, λαμβάνουν χώρα στο μυαλό των δύο γυναικών, δίχως να προβλέπεται καμία σωτηρία γι αυτές.
Όταν το μάτι δεν έχει συνηθίσει στη ρεαλιστική ωμή βία στο κινηματογράφο, είναι λογικό να την αναζητά. Έτσι, το “The Wind”, με σκηνοθέτη την Έμμα Τάμι, κατάφερε να εστιάσει σε σκηνές απρόσμενες και συνάμα λειτουργικές. Όταν ο χρόνος παίζει μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ή μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, δημιουργείται αυτή η αίσθηση της ίντριγκας που ενδεχομένως προκαλεί την αγωνία και το τρόμο. Ίσως ωστόσο μεγαλύτερη επένδυση για τη ταινία αυτή να ήταν το καστ. Όταν η πρωταγωνίστρια Κέιτλιν Τζέραρντ , έχει συνδέσει το όνομα της με το περίφημο “Insidious :The Last Key”, είναι αναμενόμενο να περιμένει ο θεατής κάτι που να αντιστοιχεί στο είδος. Απ΄την άλλη, η Τζούλια Γκολντάνι Τέλες, γνωστή από τη σειρά “The Affair”, για ακόμη μια φορά κερδίζει τις εντυπώσεις ως το κορίτσι-γυναίκα και ακροβατεί μεταξύ του “καλού” και του “κακού” χαρακτήρα.
Σε γενικές γραμμές, η ταινία προσπαθεί με ένα δικό της τρόπο να δώσει μια άλλη διάσταση σε ό,τι αφορά τον εσωτερικό φόβο και την αντιμετώπιση αυτού, πλαισιωμένο από ορισμένα θρησκευτικά στοιχεία.